Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Πως Ένας Απλός Παπάς Έσωσε το Ομοούσιο!

 Πως Ένας Απλός Παπάς Έσωσε το Ομοούσιο!


Ολοι μας θα γνωρίζουμε  την αίρεση του Αρείου πού καταδικάστηκε άπο την Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια το 325. Ό "Αρειος δίδασκε σχετικά με την Αγία Τριάδα ότι, ο Υιός δεν ήταν ομοούσιος με τον Πατέρα άλλα δημιούργημα Του, το πρώτο και τέλειο.


Ή συνοδική καταδίκη του Αρείου δεν ανέστειλε τη διάδοση της αιρέσεως του. Σέ τουτο συνετέλεσαν δύο παράγοντες. Ό πρώτος ήταν ότι οι διάδοχοι, του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-323) άμεσα ή έμμεσα υποστήριξαν τον αρειανισμό, μέχρις ότου στον αυτοκρατορικό θρόνο ανέβηκε ο Θεοδόσιος ό Μέγας (373-395). Ό δεύτερος παράγοντας ήταν ότι υπήρχαν και θεολόγοι άρειανίζοντες, οι οποίοι με τη βοήθεια και την υποστήριξη των όμόπιστων αυτοκρατόρων εξακολουθούσαν να κατέχουν υψηλές εκκλησιαστικές θέσεις.
Ανάμεσα σ' αυτούς τους άρειανίζοντες υπήρξαν και θεολόγοι με μεγάλη μόρφωση και αντίστοιχη διαλεκτική ικανότητα, όπως για παράδειγμα ό Εύνόμιος. Ό τελευταίος άρειανός αυτοκράτορας, ό Ούάλης (364-378)μαζί με τον όμόπιστό του αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Εύδόξιο (360-370) έκαναν τον Εύνόμιο επίσκοπο Κυζίκου. Σκοπός τους ήταν να επηρεάσει ό Εύνόμιος με τα φυσικά χαρίσματα πού είχε και να παρασύρει στον αρειανισμό ολόκληρη την ορθόδοξη επισκοπή. Ό νέος επίσκοπος στην αρχή πράγματι εξέπληξε το λαό με τη δύναμη του λόγου του. "Οταν όμως άρχισε να προβάλλει τις άρειανικές του δοξασίες, ό λαός αντέδρασε, γιατί κατάλαβαν έγκαιρα πώς ήταν άρειανός. Τελικά τον απόδιωξαν από την πόλη τους. Ό Εύνόμιος αναχώρησε και εγκαταστάθηκε σε ένα κτήμα πού είχε στη Χαλκηδόνα κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Έκει συνέχισε με τα κηρύγματα του να διδάσκει τις θέσεις του.Ή φήμη του ως κήρυκα ήταν μεγάλη, σε τέτοιο βαθμό πού πολλοί από την Κωνσταντινούπολη και από τα γύρω κοντινά μέρη πήγαιναν στο κτήμα του για να τον ακούσουν. Οι άνθρωποι, πού πήγαιναν στον Εύνόμιο δεν ήσαν όλοι οπαδοί της αίρέσεως, άλλα προφανώς τους κινούσε ή περιέργεια να άκούσουν τα λόγια του. Πάντως, ή δραστηριότητα και ή φήμη του Εύνομίου είχε προξενήσει, στους ορθοδόξους έγνοια και φόβο.


Στο μεταξύ στον αυτοκρατορικό θρόνο είχε ανέβει ο ορθόδοξος αυτοκράτορας Θεοδόσιος ό Μέγας (379-395). Ή φήμη του Εύνομίου έφτασε μέχρι και το νέο αυτοκράτορα, ό όποίος εκδήλωσε την πρόθεση του να τον συναντήσει. Θα το είχε πραγματοποιήσει αν δεν τον εμπόδιζε ή σύζυγος του Πλακίλλα, που ήταν «φύλαξ του δόγματος της εν Νικαία συνόδου. Ό φόβος της ήταν μήπως, συζητώντας ό αυτοκράτορας με τον Εύνόμιο, «παραπεισθείς ό άνηρ» αλλάξει, την πίστη του.

Τελικά ό αυτοκράτορας παρέμεινε πιστός στην ορθόδοξη πίστη εξαιτίας και ενός απροσδόκητου περιστατικού.

Εκείνη την εποχή βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη αρκετοί επίσκοποι διάφορων δογματικών αποκλίσεων, πού συγκεντρώνονταν με σκοπό τη σύγκληση της νέας συνόδου, πού πραγματοποιήθηκε το 381 και πού αργότερα ονομάστηκε Οικουμενική Β'.
Κάποια ημέρα, οί συγκεντρωμένοι στην Κωνσταντινούπολη επίσκοποι παρουσιάστηκαν στα βασιλικά ανάκτορα για να χαιρετήσουν, σύμφωνα με το έθος, τον αυτοκράτορα. Μεταξύ αυτών υπήρχε και ένας ιερέας από κάποια άσημη πόλη, πού ήταν απλός και στα κοινωνικά άσχετος, αλλά συγχρόνως «περί τα θεία νουν έχων». Σύμφωνα με το πρωτόκολλο όλοι οί επίσκοποι χαιρετούσαν τον αυτοκράτορα, καθώς και τον παρακαθήμενο μικρά γιο του, με πολλή ευλάβεια. "Οταν ήρθε ή σειρά του ιερέα χαιρέτησε κι αυτός τον αυτοκράτορα, αλλά δεν απέδωσε την ίδια τιμή και στο γιο του. Τον χαιρέτησε όπως κάνουμε στα παιδιά, λέγοντας του ''γεια σου'' και νεύαντας απλά με τα δάχτυλα του. Ή συμπεριφορά του ιερέα εξόργισε τον αυτοκράτορα, γιατί τη θεώρησε ως περιφρόνηση του γιου του, καθώς δεν αποδόθηκε και σ' αυτόν ή ίδια τιμή, όπως και στον πατέρα.




Ό οργισμένος αυτοκράτορας έδωσε αμέσως διαταγή να συλλάβουν τον ιερέα και να τον πετάξουν έξω άπο τα ανάκτορα. Καθώς οι φρουροί τον έσπρωχναν, αυτός στράφηκε προς τα πίσω και είπε στον αυτοκράτορα: «Κατάλαβε, βασιλιά, ότι κατά τον Ιδιο τρόπο ό ουράνιος Πατέρας αγανακτεί κατά των άνομοίων [αιρετικοί στους οποίους άνηκε και ό Εύνόμιος, Σ.τ.Σ], πού δεν τιμούν τον Υίό Του όπως Αυτόν τον ίδιο, άλλα τον θεωρούν κατώτερο Του''. Ό λόγος αυτός άρεσε στον αυτοκράτορα. Γύρισε τον ιερέα πίσω, του ζήτησε συγνώμη και του δήλωσε ότι συμφωνεί με όσα είπε.




"Ετσι, με αυτό το απλό γεγονός ό αυτοκράτορας βεβαιώθηκε περισσότερο για την αλήθεια των ορθοδόξων, τους οποίους και μόνο πλέον αποδεχόταν. Μάλιστα απαγόρευσε να γίνονται τέτοιου είδους συζητήσεις στην αγορά και, όρισε ανάλογες τιμωριες σε περίπτωση περιφρονήσεως των διαταγών του

πηγή το βιβλίο ''Καθημερινές ιστορίες αγίων και αμαρτωλών στο Βυζάντιο εκδ.''ΜΑΙΣΤΡΟΣ''

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία όπως δεν την έχετε ξαναδεί

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία όπως δεν την έχετε ξαναδεί

Constantinople-300x168
Πλήρη γραφιστική αναπαράσταση της Αυτοκρατορικής Κωνσταντινούπολης αλλά και ιστορικών μορφών παρουσιάζει στην συλλογή του ένας. Γάλλος, ο Antoine Helbert, ο οποίος αποδεικνύοντας στην πράξη, ότι το μεγαλείο ενός πολιτισμού γίνεται ακόμα μεγαλύτερο μέσα από τα μάτια των ξένων, καταδεικνύει ένα λαμπρό παρελθόν το οποίο δημιουργεί θλίψη για τη σημερινή κατάπτωση.
Ο Γάλλος καλλιτέχνης από το Στρασβούργο, είναι ζωγράφος, γλύπτης, γραφίστας, αλλά και ειδικεύεται στην ψηφιακή φωτογραφία καθώς και στην σκηνογραφία όπερας. Το ενδιαφέρον του για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το χρωστάει στην μητέρα του η οποία του δώρισε ένα βιβλίο για το χιλιόχρονο Βυζάντιο.
Είναι προφανές ότι η εκπληκτική πολιτιστική αλλά και πολιτική πορεία της Αυτοκρατορίας έδωσε στον καλλιτέχνη ένα νέο πεδίο έμπνευσης το οποίο προσπάθησε να εξερευνήσει μέσω της δουλειάς του η οποία, επικεντρώνεται στη δημιουργία ψηφιακών πινάκων, εμπνευσμένων από δραματικές ιστορικές σκηνές, μορφές αυτοκρατόρων και βασιλισσών, αλλά και μεγαλοπρεπών κτισμάτων με κορυφαίο όλων την δημιουργία της Βασιλίδας των Πόλεων, της Κωνσταντινούπολης.
Στην ιστοσελίδα του καλλιτέχνη δίνονται όλες οι απαντήσεις και τα πολλά λόγια περί συναισθημάτων, ας τα αφήσουμε στον καθένα ξεχωριστά: http://www.antoine-helbert.com/fr/portfolio/annexe-work/
defence-point.gr

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Μετά τη Β' Σταυροφορία


Μετά τη Β' Σταυροφορία 

Στη διάρκεια της Σταυροφορίας ο Μανουήλ είχε ήδη λάβει σοβαρά μέτρα για τον πόλεμο κατά του Ρογήρου, τον οποίο ήθελε να εκδικηθεί για τη συμπεριφορά του στα νησιά της Αδριατικής και στην Ελλάδα, καθώς και για τη συνεχιζόμενη κατοχή της Κέρκυρας. Η Βενετία η οποία, όπως και πριν, δεν έβλεπε με καλό μάτι την ανάπτυξη των Νορμανδών, ευχαρίστως αποφάσισε να υποστηρίξει το Βυζάντιο με το στόλο της και πήρε σε αντάλλαγμα νέα εμπορικά προνόμια στην αυτοκρατορία. Εκτός από τους «συνοικισμούς» και τις «σκάλες» που είχαν αποκτήσει οι Βενετοί, με βάση τις προηγούμενες εμπορικές συνθήκες στην Κωνσταντινούπολη τους δόθηκαν νέα μέρη, καθώς και μια ακόμα «σκάλα». Ενώ γίνονταν οι συνεννοήσεις αυτές, ο αυτοκράτορας προετοιμαζόταν για τον πόλεμο κατά του «Δράκου της Δύσης», «του νέου Αμαλήκ» (δες Έξοδος 17:8-14), «του δράκου της νήσου (της Σικελίας) που επρόκειτο να εκβάλει τις φλόγες του θυμού του ψηλότερα από ό,τι τις εκβάλει ο κρατήρας της Αίτνας» (Zacharia von Lingenthal). Τα σχέδια του Μανουήλ δεν περιορίζονταν στην απομάκρυνση του εχθρού από την περιοχή του Βυζαντίου, αλλά επεκτείνονταν στη μεταφορά των εχθροπραξιών στην Ιταλία και στην προσπάθεια αποκατάστασης εκεί της παλαιάς εξουσίας του Βυζαντίου.

Φιλολογία και Τέχνη (10ος αιώνας)

Φιλολογία και Τέχνη (10ος αιώνας) 

Η εποχή των Μακεδόνων, την οποία χαρακτηρίζει μια μεγάλη δράση στον τομέα των εξωτερικών και εσωτερικών υποθέσεων, υπήρξε και μια περίοδος εντατικής ανάπτυξης στον τομέα της μάθησης, της φιλολογίας, της αγωγής και της τέχνης. Η εποχή αυτή γνώρισε την πιο αντιπροσωπευτική εμφάνιση των χαρακτηριστικών των βυζαντινών γραμμάτων, της οποίας κύριες εκφάνσεις ήταν η πρόοδος στον τομέα της προσέγγισης των «κοσμικών» προς τους θεολογικούς παράγοντες ή του συμβιβασμού της αρχαίας ειδωλολατρικής σοφίας με τις νέες χριστιανικές ιδέες, η ανάπτυξη της εγκυκλοπαιδικής γνώσης και τελικά η έλλειψη πρωτότυπων και δημιουργικών μεγαλοφυϊών. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης υπήρξε, για μια ακόμα φορά, το κέντρο της μόρφωσης, της αγωγής και της φιλολογίας γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκαν οι καλύτερες πνευματικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας.

Η Α' Σταυροφορία και το Βυζάντιο

Η Α' Σταυροφορία και το Βυζάντιο 

Όταν το 1095 (λόγω των περιπλοκών στη Δυτική Ευρώπη και των σχεδιαζόμενων μεταρρυθμίσεων) ο Πάπας Ουρβανός Β' κάλεσε μια Σύνοδο στην Πλακεντία της Ιταλίας, παραβρέθηκε εκεί και μια αντιπροσωπεία του Αλέξιου Κομνηνού, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια. Το γεγονός αυτό το αρνούνται μερικοί επιστήμονες, αλλά οι σύγχρονοι ερευνητές του προβλήματος αυτού έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πράγματι ο Αλέξιος έστειλε στην Πλακεντία μια έκκληση για βοήθεια.
Φυσικά το γεγονός αυτό δεν υπήρξε η «τελική ώθηση» (όπως λέει ο Sybel) που προκάλεσε την Α' Σταυροφορία. Όπως και πριν, αν ο Αλέξιος ζήτησε βοήθεια στην Πλακεντία, δε σκέφτηκε μια Σταυροφορία. Ο αυτοκράτορας απλά επιθυμούσε την αποστολή μισθοφόρων κατά των Τούρκων, που τα τελευταία τρία χρόνια είχαν εξελιχθεί, με την πετυχημένη τους προώθηση στη Μ. Ασία, σε μια μεγάλη απειλή. Το 1095 περίπου έγινε Σουλτάνος ο Qilij Arslan, ο οποίος έκανε τη Νίκαια πρωτεύουσά του.
Λόγω των επιτυχιών αυτών, δεν αποκλείεται στην Πλακεντία ο Αλέξιος να ζήτησε βοήθεια. Σκοπός του όμως δεν ήταν η Σταυροφορία, αλλά η βοήθεια εναντίον των Τούρκων. Το αίτημά του έγινε ευνοϊκά δεκτό στην Πλακεντία, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για το γεγονός αυτό. Ένας σύγχρονος ιστορικός παρατηρεί ότι «από τη Σύνοδο της Πλακεντίας μέχρι την άφιξη των Σταυροφόρων στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, οι σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης καλύπτονται από βασανιστικό σκοτάδι» (Duncalf).

Η δυναστεία των Κομνηνών

Η δυναστεία των Κομνηνών 

Η επανάσταση του 1081 ανέβασε στο θρόνο τον Αλέξιο Κομνηνό, του οποίου ο θείος Ισαάκιος υπήρξε αυτοκράτορας, για ένα μικρό χρονικό διάστημα στα τέλη της 6ης δεκαετίας του 11ου αιώνα. (1057-1059).
Η βυζαντινή οικογένεια των Κομνηνών, η οποία αναφέρεται για πρώτη φορά στις πηγές επί Βασιλείου Β', προέρχεται από ένα χωριό που δεν απέχει πολύ από την Αδριανούπολη. Αργότερα τα μέλη της οικογένειας εξελίχθηκαν σε μεγαλοκτηματίες της Μικράς Ασίας. Τόσο ο Ισαάκιος όσο και ο ανεψιός του Αλέξιος ξεχώριζαν λόγω των στρατιωτικών τους ικανοτήτων. Με τη καθοδήγηση του Αλέξιου το κόμμα των στρατιωτικών και οι μεγαλοκτηματίες των επαρχιών θριάμβευσαν κατά των γραφειοκρατών και της πολιτικής εξουσίας της πρωτεύουσας θέτοντας συγχρόνως τέλος στην εποχή των ανωμαλιών.
Οι πρώτοι τρεις Κομνηνοί πέτυχαν να κρατήσουν το θρόνο επί ένα αιώνα και τον μεταβίβαζαν από τον πατέρα στο γιο.

Ο Φλάβιος Ιούλιος Ουάλης ή Βάλης

Ο Φλάβιος Ιούλιος Ουάλης ή Βάλης, (λατ. IMPERATOR CAESAR FLAVIUS IULIUS VALENS AUGUSTUS, 328 – 9 Αυγούστου 378) ήταν Ρωμαίος Αυτοκράτορας από το 364 έως το 378, αφότου ο αδελφός του Βαλεντινιανός Α' του παραχώρησε την υπαρχία της Ανατολής, την επικράτεια της κατοπινής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή (σήμερα αποκαλούμενης) Βυζαντινής.






Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφού αντιμετώπισε επιτυχώς, μέχρι το 366 με τη μάχη στα Θυάτειρα της Λυδίας, την εξέγερση του σφετεριστή αξιωματικού Προκόπιου(326-366), εξαδέλφου του νεκρού Ιουλιανού και σύμφωνα με τις φήμες επιθυμητού διαδόχου του τελευταίου, προχώρησε στη ρύθμιση των θεμάτων τα οποία βασάνιζαν την επικράτειά του. Σε μία εποχή σφοδρών θρησκευτικών συγκρούσεων στον μεσογειακό κόσμο, αν καιαρειανός χριστιανός, παρείχε θρησκευτική ελευθερία και ανεξιθρησκεία στους υπηκόους του, παρόλο που ανέχθηκε ορισμένες βεβηλώσειςπαγανιστικών ιερών. Αρχικά, αντιμετώπισε με επιτυχία τις συνοριακές στρατιωτικές προκλήσεις.
Ο Ουάλης ενεπλάκη σε μία νέα σύρραξη με τους Πέρσες του Σαπώρη Β’, ο οποίος ήθελε να εκμεταλλευτεί περαιτέρω τη νίκη του 363 (όπου ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Ιοβιανός είχε παραχωρήσει μεγάλες εκτάσεις και προνόμια στην Περσία) ανατρέποντας το ρωμαιόφιλο χριστιανικό καθεστώς της ανεξάρτητης Αρμενίας και εισβάλλοντας στην Καυκάσια Ιβηρία. Ο Ουάλης, σε μία προσπάθεια να αποτρέψει αυτές τις δυσάρεστες για την αυτοκρατορία εξελίξεις, αλλά και να αντισταθμίσει την ταπεινωτική συνθηκολόγηση του Ιοβιανού, αναμείχθηκε στις εσωτερικές υποθέσεις της Αρμενίας. Συγκεκριμένα, παραβίασε τους όρους της συνθήκης του 363, τοποθετώντας στον θρόνο του κράτους ως ρωμαϊκό ανδρείκελο τον Πάπ έναν εκπρόσωπο της Αρμενικής δυναστείας των Αρσακιδών γιό του προηγούμενου βασιλιά της Αρμενίας Αρσάκη Β' που είχε αυτοκτονήσει στις φυλακές του Σαπώρη (370). Συγκρούστηκε στρατιωτικά με τους Πέρσες (371) για να υπερασπίσει την επιλογή αυτή, ο Σαπώρης αναγκάστηκε να ζητήσει ανακωχή λόγω των κουσανικών επιδρομών στις ανατολικές περσικές επαρχίες αλλά το 376 ο πόλεμος μεταξύ των δύο Μεγάλων Δυνάμεων φαινόταν πια αναπότρεπτος.
Ωστόσο τα σχέδια του Ουάλη ανατράπηκαν από μία εξέγερση των Τανούκ, εκχριστιανισμένων ομόσπονδων αραβικών φύλων τα οποία περιπολούσαν τα σύνορα με την έρημο της Συρίας για λογαριασμό της Ρώμης. Η εξέγερση ήταν θρησκευτικά υποκινούμενη καθώς οι Τανούκ επί καιρό ζητούσαν μάταια από την Κωνσταντινούπολη ορθόδοξο επίσκοπο στην περιοχή τους αντί για αρειανό, και υπό την ηγεσία της Βασίλισσας Μαβίας, της επικεφαλής τους υπό φοιδερατικό καθεστώς, ξεκίνησαν έναν επιτυχή ανταρτοπόλεμο φθοράς κατά των ρωμαϊκών φρουρών της Παλαιστίνης, της Φοινίκης και της Συρίας. Μάλιστα οι αραβικές δυνάμεις, έχοντας πολεμήσει ως σύμμαχοι με τους Ρωμαίους επί έναν αιώνα, αποδείχθηκαν ικανοί ακόμα και σε τακτικές μάχες.
Την ίδια στιγμή μία ελεγχόμενη εγκατάσταση φοιδεράτων Γότθων στη Μοισία και στη Θράκη κατέληξε σε στάση, περαιτέρω γερμανική εισβολή και λεηλασίες στα Βαλκάνια. Ο Ουάλης παραμέρισε τις βλέψεις του στην Αρμενία, σύναψε αμέσως ειρήνη με τη Μαβία ικανοποιώντας τα αιτήματά της και μάλιστα ζήτησε τη βοήθειά της για τη συγκράτηση της γοτθικής απειλής. Όμως η εκστρατεία του στη Θράκη κατέληξε σε καταστροφή: οι Ρωμαίοι ηττώνται στη μάχη της Αδριανούπολης (9 Αυγούστου 378) και στο τέλος της μέρας τα δύο τρίτα των στρατιωτών τους κείτονται νεκρά, μαζί με τον ίδιο τον Ουάλη. Επρόκειτο για τη χειρότερη ήττα της ρωμαϊκής στρατιωτικής μηχανής από την εποχή της μάχης του Τευτοβούργιου Δρυμού και έδειξε σε όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές ότι το, θεωρούμενο ως τότε σχεδόν ανίκητο, ρωμαϊκό πεζικό δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί το συνδυασμό ισχυρών πεζών και έφιππων βαρβαρικών δυνάμεων. Ακόμη σπουδαιότερο ήταν το δυσαναπλήρωτο κενό από έμπειρους στρατιώτες το οποίο άφησε αυτή η δεινή ήττα. Αυτό το κενό ανάγκασε τον διάδοχο του Βάλη Θεοδόσιο Α' να προχωρήσει σε εκτεταμένη στρατολόγηση γερμανικών φύλων, με αντίστοιχη παραχώρηση σε αυτά ολόκληρων περιοχών της αυτοκρατορίας.

Ο Ιοβιανός Φλάβιος Κλαύδιος

Ο Ιοβιανός Φλάβιος Κλαύδιος (331 - 17 Φεβρουαρίου 364) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας (363-364). Μετά το θάνατο του Ιουλιανού το363, και ενώ ο Ιοβιανός βρισκόταν σε εκστρατεία, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από το στρατό[1].

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Νόμισμα του Ιοβιανού, περ. 363
Γεννήθηκε περίπου το 331 στην Άνω Μοισία, στην περιοχή που βρίσκεται το σημερινό Βελιγράδι. Ο πατέρας του, Βαρρωνιανός, ήταν διοικητής της αυτοκρατορικής φρουράς του Κωνστάντιου Β΄. Παντρεύτηκε την κόρη του Λουκιλλιανού, αρχηγού του στρατού.
Με την ιδιότητα του διοικητή της αυτοκρατορικής φρουράς ακολούθησε τον Ιουλιανό το 363 στην εκστρατεία του εναντίον του Πέρση Σαπώρ Β' στη Μεσοποταμία. Μετά το θάνατο του Ιουλιανού, ο Σαλούστιος αρνήθηκε την πρόταση να τον διαδεχτεί κι έτσι ανέβηκε στο θρόνο ο Ιοβιανός.
Το χαρακτηριστικότερο σημείο της παρουσίας του ως αυτοκράτορα είναι ότι ότι αναίρεσε άμεσα όλα τα αντιχριστιανικά διατάγματα του προκατόχου του και επέτρεψε να επιστρέψουν από την εξορία οι επιφανείς επίσκοποι Ρώμης ΛιβέριοςΑλεξανδρείας Αθανάσιος καιΑντιοχείας Μελέτιος.
Πέθανε κατά την επιστροφή του από την Συρία προς την Κωνσταντινούπολη στις 17 Φεβρουαρίου 364, στα Δαδάστανα της Βιθυνίας, χωρίς να προλάβει να ασκήσει ουσιαστική διοίκηση. Σύμφωνα με τον ιστορικό Αμμιανό Μαρκελλίνο, πιθανότερες αιτίες του θανάτου του ήταν δηλητηρίαση από μανιτάρια, αναθυμιάσεις ξυλάνθρακα ή δηλητηρίαση από εχθρούς του. Σε διαφορά βιβλία αναφέρεται ότι τον σκότωσε ο Λουκιλλιανός με την κόρη του[εκκρεμεί παραπομπή

Θρησκευτική πολιτική

Θρησκευτική πολιτική

Σόλιδος του Κωνστάντιου Β΄ με την μορφή του
Ο Κωνστάντιος Β’ υποστήριξε εμφανώς τον χριστιανισμό, μη ακολουθώντας όμως τη μετριοπαθή θρησκευτική πολιτική του πατέρα τουΚωνσταντίνου. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του υπήρξε οπαδός του αρειανισμού και, έχοντας κοντά του τον Ευσέβιο Νικομηδείας, πολέμησε με πάθος τη χριστιανική ορθοδοξία, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Σε νέα Σύνοδο που συγκάλεσε σε Ρίμινι και Αριμίνο (δίδυμη, 359) ανακήρυξε τον αρειανισμό επίσημο θρησκευτικό δόγμα της Αυτοκρατορίας. Πολύκροτο ζήτημα υπήρξε επί της εποχής του εκείνο του Αθανασίου Αλεξανδρείας. Κατά την εποχή της βασιλείας του ισχυροί επίσκοποι, που πρόσκεινταν περισσότερο στους Ομοίους (αμιγής αρειανισμός) συνδέθηκαν στενά με τον γραφειοκρατικό μηχανισμό της Αυλής, αποτελώντας μία ακόμα προνομιούχο και ευνοημένη κοινωνική ομάδα. Ο Κωνστάντιος προώθησε ενεργητικά τον αρειανισμό θεωρώντας τον ως το πιο αποδεκτό φιλοσοφικά και συμβατό με τον νεοπλατωνισμό χριστιανικό δόγμα, βλέποντάς τον σαν θρησκεία "των μορφωμένων χριστιανών Απολογητών μιας προηγούμενης γενιάς, ενάντια στη νέα ύποπτη ευλάβεια του Αθανασίου που βασιζόταν στον αυξανόμενο ενθουσιασμό των Αιγυπτίων μοναχών"[1]. Η ριζοσπαστική, απροκατάληπτη άρχουσα τάξη που είχε καταλάβει τη δημόσια διοίκηση επίΙλλυριών Αυτοκρατόρων και είχε αποκτήσει αυλικό προφίλ επί Κωνσταντίνου Α’, τώρα ως σκοπό θέτει τον προσεταιρισμό της χριστιανικής Εκκλησίας ως όργανο εξυπηρέτησης των φιλοδοξιών της. Παρόμοια είναι η κατάσταση και στις δυτικές επαρχίες, αλλά σε μικρότερο βαθμό καθώς ο χριστιανισμός δεν είχε τόση διάδοση στη ρωμαϊκή Δύση.

Ο Κωνστάντιος ως Αυτοκράτορας


Ο Κωνστάντιος ήταν ο πρώτος γιος που ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη πρόλαβε να αποδώσει τιμές στο νεκρό σώμα του πατέρα του, καθώς μετά ακολούθησε άγρια σφαγή των αρρένων συγγενών του προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαδοχή από τους γιους του Κωνσταντίνου Α' με τη Φαύστα. Μόνο δύο μικρά ξαδέλφια του, οι Γάλλος και Ιουλιανός (παιδιά του Ιουλίου Κωνστάντιου, αδελφού του Κωνσταντίνου του Μεγάλου) κατάφεραν να σωθούν.

Άγιο Μανδήλιο και Σινδόνη του Τορίνο

Άγιο Μανδήλιο και Σινδόνη του Τορίνο

 
 
 
 
 
           Λεπτομέρεια ταυ αναπαριστώμενου κεφαλιού (θετική και αρνητική φωτογράφηση) στο σάβανο του Ιησού. H τύχη του κειμηλίου αυτού, μετά τις λεηλασίες των σταυροφόρων τον Απρίλιο του 1204  στην Κωνσταντινούπολη, δεν είναι γνωστή και, όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Ροβέρτος του Kλαρί «...κανείς δεν ξέρει, ούτε από τους Eλληνες ούτε από τους Φράγκους, τι απέγινε η Σινδόνη όταν πάρθηκε η Πόλη».
          Tο  κειμήλιο αυτό χωρίς να είναι εξακριβωμένο πού ακριβώς κατέληξε τότε, από το 1578 μεταφέρθηκε στο Τορίνο, όπου εκτίθεται στον καθεδρικό ναό της πόλης σε λαϊκό προσκύνημα ως τις μέρες μας. Αρκετοί ερευνητές πιστεύουν ότι το  σάβανο αυτό δεν είναι άλλο από το «μανδήλιόν» του Iησού που μεταφέρθηκε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκαπενταύγουστο του 944 από τον Βυζαντινό  στρατηλάτη Ιωάννη Kουρκούα, όταν ο τελευταίος κατέλαβε τη συριακή Έδεσσα από  τους Μουσουλμάνους.Εικάζεται, μάλιστα, ότι η πλήρης ανάπτυξη του σάβανου (σινδόνης) έγινε μετά το ξεδίπλωμα του «μανδηλίου», όπου εικονιζόταν μόνο το πρόσωπο και όχι το υπόλοιπο σώμα του Ιησού.
           Το ‘Aγιον Μανδήλιον της Έδεσσας, από τον 6ο αιώνα μ.Χ. έως τις αρχές του 13ου, ήταν η γνωστότερη αναπαράσταση του Ιησού που δημιουργήθηκε από «μη ανθρώπινο χέρι». Από το 944 μ.Χ. ως το 1204 μ.Χ. φυλασσόταν στο Αυτοκρατορικό Θησαυροφυλάκιο της Κωνσταντινούπολης, όπου και μεταφέρθηκε από την Έδεσσα, τη σύγχρονη Urfa της Τουρκίας, κοντά στα σύνορα της Συρίας.
          Οι παλαιότερες αναφορές στο Aγιον Μανδήλιον και την ιστορία του χρονολογούνται στον 4ο αιώνα μ.Χ.
         Η πρώτη αναφορά συναντάται στο βιβλίο Εκκλησιαστική Ιστορία (Church History) του Ευσέβιου, το 325 μ.Χ., όπου ο Βασιλιάς ‘Αμπγκαρ ο 5ος (Abgar V) δέχεται ένα γράμμα από τον Ιησού αλλά καμία εικόνα του.
           Στο κείμενο Doctrine of Addai, που χρονολογείται γύρω στο 400 μ.Χ., υπάρχει αναφορά για μία εικόνα του Ιησού περισσότερο όμως ως αποτέλεσμα κάποιου ζωγράφου που αποτύπωσε τη φιγούρα του Ιησού όταν αυτός ήταν εν ζωή και όχι ως αποτέλεσμα κάποιου θεϊκού φαινόμενου.

Τοπογραφία της Κωνσταντινούπολης -- Θεοτόκος του Φάρου

Τοπογραφία της Κωνσταντινούπολης -- Θεοτόκος του Φάρου

Η σπάνια κειμηλιακή βυζαντινή εικόνα του 12ου αιώνα. Κάποτε μέρος της διακόσμησης της εκκλησίας "Θεοτόκος του Φάρου" στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.
Φέρει κάτω δεξιά, ενσωματωμένο λίθο από τον Πανάγιο Τάφο του Χριστού.
 
                           Τοπογραφία της Κωνσταντινούπολης -- Θεοτόκος του Φάρου
                   H Θεοτόκος του Φάρου ήταν Βυζαντινή εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν κτισμένη στο νότιο τμήμα του Μεγάλου Παλατιού και ονομάστηκε έτσι λόγω του φάρου που βρισκόταν δίπλα της ακριβώς.Στην εκκλησία αυτή φυλασσόταν μια από τις σημαντικότερες συλλογές των χριστιανικών κειμηλίων της Κωνσταντινούπολης.
                Η εκκλησία κτίστηκε ίσως τον 8ο αιώνα. Είναι η πρώτη που μνημονεύεται στο χρονικό του Θεοφάνη Ομολογητή. Στην εκκλησία αυτή τελέστηκε ο γάμος του Λέωντα Δ΄ και της Ειρήνης της Αθηναίας. Μετά το τέλος της εικονομαχίας ανοικοδομήθηκε και διακοσμήθηκε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄. Στα εγκαίνια της νέας διακόσμησης, ίσως το έτος 864 έκανε ομιλία ο Πατριάρχης Φώτιος Α΄.
             Ο ναός είχε μια από τις πλουσιότερες και σημαντικότερες συλλογές κειμηλίων. Το 940 φυλάσσονταν εδώ η ιερή λόγχη και μέρος του Τιμίου Σταυρού. Εδώ βρίσκονταν το ιερό μανδήλιον το 944, τα οστά του δεξιού χεριού του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή το 945, οι σάνδαλοι του Ιησού και το ιερό κεράμιο το 960, επιστολή του Ιησού προς βασιλέα Αβγαρ το 1032. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Νικόλαου Μεσαρίτη, σκευοφύλακα του ναού, η συλλογή των κειμηλίων περιελάμβανε και πολλά άλλα ιερά αντικείμενα, όπως έναν ιερό ήλο, το αγκάθινο στεφάνι, ενδύματα του Ιησού Χριστού, τον πορφυρό μανδύα και την κάλαμο, και ένα κομμάτι από τον ιερό τάφο.
            Kατά την άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους, τα ιερά κειμήλια πέρασαν με ασφάλεια στα χέρια του νέου και πρώτου αυτοκράτορα της Λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνου του Α΄. Κατά τη διάρκεια όμως των επόμενων δεκαετιών τα ιερά κειμήλια θα διασκορπιστούν στην Δυτική Ευρώπη είτε ως δώρα σε ηγεμόνες και ανθρώπους με επιρροή είτε θα πωληθούν, για να ενισχύσουν οικονομικά την ανεπαρκή σε ταμειακά διαθέσιμα Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Ο ναός τελικά καταστράφηκε.

Η ανακατάληψη της Πόλης από την αυτοκρατορία της Νίκαιας --1261--

Η ανακατάληψη της Πόλης από την αυτοκρατορία της Νίκαιας --1261--

 


Στις 25 Ιουλίου 1261 ο στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη. Στην εικόνα, μολυβδόβουλο (μολύβδινη σφραγίδα) του Αλέξιου Στρατηγόπουλου, περίπου 1251-8.
 
 
                             Η ανακατάληψη της Πόλης από την αυτοκρατορία της Νίκαιας
          
            Ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος γεννήθηκε στα τέλη του 12ου με αρχές του 13ου αιώνα. Ήταν στρατηγός της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και είχε λάβει το αξίωμα του Μεγάλου Δομέστιχου επί βασιλείας του Μιχαήλ Η´ του Παλαιολόγου. Έμεινε γνωστός, κυρίως λόγω της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους.
           Καταγόταν από αρχοντική γενιά. Στις γραπτές πηγές εμφανίζεται, όταν λαμβάνει ηγετικό ρόλο και ανακηρύσσεται στον βαθμό του στρατηγού. Συμμετέχει στις εμφύλιες συγκρούσεις των ελληνικών κρατών που είχαν σχηματιστεί μετά την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους.
          Συγκεκριμένα ο Αξέξιος Στρατηγόπουλος, ως στρατηγός, ηγείται μαζί με άλλους της εκστρατείας της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας εναντίον του Δεσποτάτου της Ηπείρου που καταλήγει σε μεγάλη ήττα των Νικαιατών. Αιχμαλωτίζεται και φυλακίζεται στην Ήπειρο. Το 1261, απελευθερώνεται με ενέργειες του Δεσπότη της Νίκαιας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, με τον όρο να κατευθυνθεί με στρατό 800 στρατιωτών, στα περίχωρα της Βασιλεύουσας προκειμένου να κατασκοπεύσει και να τρομοκρατήσει τους αμυνόμενους Λατίνους.
          Βρισκόμενος στη Σηλυβρία της Θράκης, πληροφορείται την απουσία του μεγαλύτερου τμήματος του λατινικού στρατού από αγρότες που καλλιεργούσαν κτήματα έξω από την Κωνσταντινούπολη. Εκτός από το στρατό απουσίαζε και ο βενετικός στόλος για μια επιδρομή στα μικρασιατικά παράλια. Η πόλη ήταν ουσιαστικά αφύλαχτη. Τη νύχτα της 24ης προς την 25η Ιουλίου 1261, με τη βοήθεια ανθρώπων από το εσωτερικό της Πόλης  και χάρη σε ένα ρήγμα που εντοπίστηκε, η Πύλη της Ζωοδόχου Πηγής ανοίγει και ο Στρατηγόπουλος με τους στρατιώτες του γρήγορα εισβάλλουν και ανακαταλαμβάνουν την Πόλη. Οι Λατίνοι αιφνιδιάζονται, ο ίδιος ο Βαλδουίνος ο Β΄ προσπαθεί να αντισταθεί, αλλά η απουσία στρατού και στόλου είναι καθοριστική… Τελικά οι Λατίνοι επιβιβιβάζονται σε καράβια από το λιμάνι του Βουκουλέοντα και αναχωρούν…
             Τα επόμενα χρόνια ο Στρατηγόπουλος συμμετέχει και πάλι σε εκστρατεία εναντίον του Δεσποτάτου της Ηπείρου που καταλήγει σε νέα αποτυχία. Πεθαίνει πιθανόν στην Πόλη, ανάμεσα στο 1271-1275.
 
Η περιγραφή του ιστορικού της Λατινοκρατίας και αυτόπτη μάρτυρα Γεώργιου Ακροπολίτη

Η μάχη στο Κλειδί --1014--

Η μάχη στο Κλειδί --1014--


Σχεδιάγραμμα της μάχης όπου φαίνεται η κυκλωτική κίνηση του βυζαντινού αποσπάσματος και η ταυτόχρονη επίθεση των βυζαντινών στρατευμάτων
             Η μάχη στο  Κλειδί (γνωστή και με το όνομα Μάχη της οροσειράς Μπέλλες) διεξήχθη στις 29 Ιουλίου 1014 μεταξύ της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας . Η μάχη αποτέλεσε το αποκορύφωμα της πολύχρονης διαμάχης μεταξύ του Σαμουήλ της Βουλγαρίας και του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου. Η μάχη τελείωσε με νίκη των Βυζαντινών.
             Η προετοιμασία - Τρεις χειμώνες προετοίμαζε ο Βασίλειος τη μάχη στο Κλειδί. Οι διαρκείς επιθέσεις του στα βουλγαρικά εδάφη είχαν κλονίσει την δύναμη του Σαμουήλ που αγωνιζόταν να σταθεροποιήσει την εξουσία του στο κεντρικό τμήμα της ηγεμονίας του.
            Εχοντας ως βάση και κέντρο ανεφοδιασμού τις Σέρρες συγκέντρωνε στρατό και οπλισμό. Την άνοιξη του 1014 ξεκίνησε για το Κλειδί, το σημερινό Ρούπελ. Η διάταξη του στρατεύματός του είχε πάντα την ίδια μορφή: δύο ίλες ιππικού ως εμπροσθοφυλακή, μία από κατάφρακτους και μία από μονόζωνους και ακολουθούσε το κύριο σώμα. Ο Βασίλειος επιδίωκε να φθάσει στο στενό ανάμεσα σε Κλειδί και Κίμβα Λόγγο, με απώτερο στόχο την κοιλάδα του Μελένικου και της Στρούμνιτζας, όπου υπήρχαν ακόμη τότε αρκετές βουλγαρικές κτήσεις. Η κατάκτησή τους θα του άνοιγε τον δρόμο για τις Πρέσπες και την Αχρίδα, την καρδιά του βουλγαρικού κράτους.
           Η οργάνωση και ο αντιπερισπασμός των Βούλγαρων-  Ο τσάρος Σαμουήλ γνωρίζοντας ότι το στενό στο Κλειδί αποτελούσε το σημείο από όπου διέβαινε κάθε φορά ο Βασίλειος, οσες φορές  εκστράτευε κατά της Ανατολικής Βουλγαρίας, αποφάσισε να συγκεντρώσει το σύνολο του στρατού και να οχυρωθεί στο Κλειδί, που ήταν το στενότερο σημείο στην κοιλάδα του ποταμού Στρώμνιτσα (παραπόταμου του Στρυμόνα) και ανέμενε την επίθεση των Βυζαντινών.