Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Φιλολογία και Τέχνη (10ος αιώνας)

Φιλολογία και Τέχνη (10ος αιώνας) 

Η εποχή των Μακεδόνων, την οποία χαρακτηρίζει μια μεγάλη δράση στον τομέα των εξωτερικών και εσωτερικών υποθέσεων, υπήρξε και μια περίοδος εντατικής ανάπτυξης στον τομέα της μάθησης, της φιλολογίας, της αγωγής και της τέχνης. Η εποχή αυτή γνώρισε την πιο αντιπροσωπευτική εμφάνιση των χαρακτηριστικών των βυζαντινών γραμμάτων, της οποίας κύριες εκφάνσεις ήταν η πρόοδος στον τομέα της προσέγγισης των «κοσμικών» προς τους θεολογικούς παράγοντες ή του συμβιβασμού της αρχαίας ειδωλολατρικής σοφίας με τις νέες χριστιανικές ιδέες, η ανάπτυξη της εγκυκλοπαιδικής γνώσης και τελικά η έλλειψη πρωτότυπων και δημιουργικών μεγαλοφυϊών. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης υπήρξε, για μια ακόμα φορά, το κέντρο της μόρφωσης, της αγωγής και της φιλολογίας γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκαν οι καλύτερες πνευματικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας.

Ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ' ο Σοφός, μαθητής του Φωτίου, αν και δεν ήταν προικισμένος με πολλές φιλολογικές δυνατότητες, έγραψε αρκετές ομιλίες, εκκλησιαστικούς ύμνους και άλλα έργα. Η μεγαλύτερη υπηρεσία που πρόσφερε έγκειται στις προσπάθειές του να ενισχύσει την πνευματική ατμόσφαιρα που δημιούργησε ο Φώτιος, «ετοιμάζοντας έτσι για τον εαυτό του», όπως λέει ένας ιστορικός, «μια τιμητική θέση στην ιστορία της βυζαντινής αγωγής γενικά και της εκκλησιαστικής της αγωγής ειδικά». Ο Λέων υποστήριξε και υπερασπίστηκε όλους τους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του και «το αυτοκρατορικό ανάκτορο μεταμορφώθηκε μερικές φορές σε μια νέα Ακαδημία ή Λύκειο».
Εξέχουσα φυσιογνωμία της μορφωτικής κίνησης του 11ου αιώνα υπήρξε ο Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος, ο οποίος πρόσφερε πολλά για την πνευματική πρόοδο του Βυζαντίου όχι μόνον υπερασπίζοντας την εκπαίδευση, αλλά και γράφοντας πολλά πρωτότυπα έργα. Ο Κωνσταντίνος ανέθεσε όλες τις διοικητικές υποθέσεις στον Ρωμανό Λεκαπηνό αφιερώνοντας το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στον τομέα που τον ενδιέφερε και πέτυχε να γίνει η καρδιά μιας εντατικής φιλολογικής και επιστημονικής κίνησης, στην οποία συνέβαλε πολύ και ο ίδιος προσωπικά. Έγραφε πολύ, παρακινούσε τους άλλους να γράφουν και προσπάθησε να εξυψώσει την αγωγή του λαού του σε ανώτερο επίπεδο. Το όνομά του είναι στενά συνδεδεμένο με την ανέγερση πολλών και εξαιρετικών κτιρίων. Αλλά και ο ίδιος ενδιαφερόταν με πάθος για την τέχνη και τη μουσική, ξοδεύοντας μεγάλα χρηματικά ποσά για ανθολογίες αρχαίων συγγραφέων.
Διατηρείται ένας μεγάλος αριθμός των έργων της εποχής του Κωνσταντίνου Ζ', από τα οποία μερικά έχουν γραφεί από τον ίδιο, ενώ άλλα έγιναν με τη προσωπική του ενίσχυση ή υπό μορφή ανθολογιών αρχαίων κειμένων ή εγκυκλοπαιδειών (με αποσπάσματα σχετικά με διάφορα θέματα) που έγιναν μετά από δική του υπόδειξη. Ανάμεσα στα έργα του βρίσκουμε τη βιογραφία του παππού του Βασίλειου Α', καθώς και το έργο του σχετικά με τη διοίκηση της αυτοκρατορίας, το οποίο αφιερώνει στο γιο και διάδοχό του και περιέχει ενδιαφέρουσες και αξιόλογες πληροφορίες γύρω από τη γεωγραφία ξένων χωρών, τις σχέσεις του Βυζαντίου με τα γειτονικά του κράτη και τη βυζαντινή διπλωματία. Το έργο αυτό αρχίζει με κεφάλαια σχετικά με τους βόρειους λαούς, τους Πατσινάκους, τους Ρώσους, τους Ούζους, τους Χαζάρους και τους Μαγυάρους, οι οποίοι (κυρίως οι δύο πρώτοι) έπαιξαν κύριο ρόλο στην πολιτική και οικονομική ζωή του 10ου αιώνα. Ασχολείται επίσης με τους Άραβες, Αρμένιους, Βούλγαρους, Δαλματούς, Φράγκους, Νότιο-ιταλούς, Ενετούς και μερικούς άλλους λαούς. Το έργο περιέχει επίσης ονόματα καταρρακτών του ποταμού Δνείπερου σε δύο γλώσσες «σλαβικά» και «ρώσικα», δηλαδή σκανδιναβικά. Αποτελεί μια από τις πιο σπουδαίες βάσεις στις οποίες στηρίζεται η θεωρία της σκανδιναβικής καταγωγής των πρώτων «Ρώσων» πριγκίπων. Το έργο αυτό γράφτηκε μεταξύ του 948 και του 952. Ο Bury που έγραψε μια ειδική μελέτη για το έργο αυτό, το ονομάζει «μπαλώματα», αν και δίνει μια εντυπωσιακή ιδέα της πολιτικής, διπλωματικής και οικονομικής δύναμης της αυτοκρατορίας του 10ου αιώνα. Αρκετό γεωγραφικό υλικό βρίσκεται επίσης στο τρίτο του έργο (περί θεμάτων), το οποίο στηρίζεται εν μέρει στα γεωγραφικά έργα του 5ου και 6ου αιώνα. Την εποχή του Κωνσταντίνου συντάχθηκε επίσης το έργο το σχετικό με τις τελετές της αυλής του Βυζαντίου, το οποίο αποτελεί κυρίως μια λεπτομερή περιγραφή του πολύπλοκου πρωτοκόλλου της αυτοκρατορικής αυλής και που θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα βιβλίο των κανονισμών του παλατιού. Το βιβλίο αυτό γράφηκε κυρίως με βάση τα επίσημα στοιχεία, διαφόρων περιόδων, της αυλής. Το υλικό που περιέχει και που αναφέρεται στο βάπτισμα, στο γάμο, στη στέψη, στην ταφή των αυτοκρατόρων, στις διάφορες ακολουθίες της εκκλησίας, στην υποδοχή των ξένων πρεσβειών, στα αξιώματα και στους τίτλους, στον εφοδιασμό των στρατιωτικών εκστρατειών, καθώς και σε πολλές άλλες εκφάνσεις της ζωής αποτελεί αξιόλογη πηγή για τη μελέτη όχι μόνο της ζωής της αυλής, αλλά και της κοινωνικής ζωής όλης της αυτοκρατορίας. Οι συνήθειες της αυλής του Βυζαντίου, που προήλθαν από την αυλή της νεώτερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας της εποχής του Διοκλητιανού και του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εισχώρησαν στη ζωή της αυλής της Δυτικής Ευρώπης καθώς και των σλαβικών κρατών, και της Ρωσίας. Ακόμα και μερικές συνήθειες της τουρκικής αυλής, του 20ου αιώνα, έφερναν ίχνη της επιρροής του Βυζαντίου. Ο Κωνσταντίνος έδωσε επίσης μια εκτενή περιγραφή της θριαμβευτικής μεταφοράς της εικόνας του Σωτήρα από την Έδεσσα στην Κωνσταντινούπολη, το 944. Η λαϊκή παράδοση δέχεται ότι η εικόνα αυτή στάλθηκε από τον Χριστό στον πρίγκιπα της Έδεσσας.
Από τον κύκλο των μορφωμένων, που είχε σχηματιστεί γύρω από τον Κωνσταντίνο, προήλθε ο ιστορικός Ιωσήφ Γενέσιος, συγγραφέας μιας ιστορίας από την εποχή του Λέοντα Ε' μέχρι την εποχή του Λέοντα ΣΤ' (813-886) και ο Θεόδωρος Δαφνοπάτης, που έγραψε ένα ιστορικό έργο που δεν έχει διασωθεί, μερικές διπλωματικές επιστολές, αρκετές ομιλίες χριστιανικού περιεχομένου και μερικές βιογραφίες. Μετά από υπόδειξη του αυτοκράτορα, ο Κωνσταντίνος Ρόδιος έγραψε μια ποιητική περιγραφή της εκκλησίας των Αποστόλων, η οποία αξίζει κυρίως λόγω του ότι μας δίνει μια εικόνα αυτής της περίφημης Εκκλησίας, η οποία καταστράφηκε αργότερα από τους Τούρκους.
Ανάμεσα στις εγκυκλοπαίδειες που παρουσιάστηκαν την εποχή του Κωνσταντίνου ήταν και η περίφημη συλλογή βιογραφιών αγίων (Τα Συναξάρια), την οποία έκανε ο Συμεών Μεταφραστής. Στις αρχές του 10ου αιώνα ανήκει επίσης η «Παλατιανή Ανθολογία» την οποία συνέλεξε ο Κωνσταντίνος Κεφαλάς και που ονομάζεται έτσι από το μοναδικό αυτόγραφο (Codex Palatinus), που βρίσκεται στη Χαϊδελβέργη. Η άποψη μερικών επιστημόνων ότι ο Κωνσταντίνος Κεφαλάς ταυτίζεται με τον Κωνσταντίνο Ρόδιο, πρέπει να θεωρηθεί απίθανη. Η «Παλατιανή Ανθολογία» είναι μια μεγάλη συλλογή μικρών ποιημάτων (χριστιανικών και ειδωλολατρικών) και αποτελεί ένα παράδειγμα του λεπτού φιλολογικού γούστου του 10ου αιώνα.
Η εποχή του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου γνώρισε επίσης τη σύνταξη του περίφημου λεξικού του Σουίδα για το πρόσωπο και τη ζωή του οποίου δεν υπάρχουν σχετικές πληροφορίες, αν και το λεξικό του είναι η πιο πλούσια πηγή για την ερμηνεία λέξεων, κυρίως ονομάτων και άρθρων γενικής χρήσης. Τα φιλολογικά και ιστορικά άρθρα που αναφέρονται σε έργα που δεν έχουν διασωθεί, έχουν ιδιαίτερη αξία. Παρά τις πολλές του ελλείψεις «το λεξικό του Σουίδα είναι ένα μνημείο της φιλοπονίας των λογίων του Βυζαντίου σε μια εποχή που η σχετική με τη μόρφωση δράση της υπόλοιπης Ευρώπης είχε τελείως παρακμάσει. Αυτό αποτελεί μια νέα ένδειξη της μεγάλης έκτασης του τρόπου με τον οποίον η Βυζαντινή αυτοκρατορία, παρά τις εσωτερικές κι εξωτερικές ανωμαλίες, διατήρησε και ανέπτυξε ό,τι απέμεινε από τον αρχαίο πολιτισμό» (Krumbacher).
Μια άλλη αξιόλογη προσωπικότητα της εποχής της δυναστείας των Μακεδόνων υπήρξε οΑρέθας, αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, στις αρχές του 10ου αιώνα. Η μεγάλη του μόρφωση και το βαθύ ενδιαφέρον του για τα φιλολογικά έργα (εκκλησιαστικά και κοσμικά) αντανακλώνται στα έργα του. Τα ελληνικά σχόλια του στην Αποκάλυψη (τα πρώτα που υπάρχουν), οι σημειώσεις του στον Πλάτωνα, τον Λουκιανό και τον Ευσέβιο και τελικά η αξιόλογη συλλογή επιστολών (που διασώθηκε σ’ ένα από τα χειρόγραφα της Μόσχας) δείχνουν ότι ο Αρέθας υπήρξε μια εκλεκτή προσωπικότητα της πνευματικής και πολιτικής κίνησης του 10ου αιώνα.
Ο Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός, γνωστός για την ενεργό συμμετοχή του στην εκκλησιαστική ζωή αυτής της περιόδου, άφησε μια αξιόλογη συλλογή με περισσότερα από 150 γράμματα. Η συλλογή αυτή περιέχει μηνύματα που στάλθηκαν στον Εμίρη της Κρήτης, στον Συμεών της Βουλγαρίας, στους Πάπες, στον αυτοκράτορα Ρωμανό Λεκαπηνό, στους επισκόπους, στους μοναχούς καθώς και σε διάφορους κρατικούς υπαλλήλους. Τα μηνύματα αυτά περιέχουν υλικό σχετικό με την εσωτερική και πολιτική ιστορία του 10ου αιώνα.
Ο Λέων ο Διάκονος (σύγχρονος του Βασιλείου Β' και αυτόπτης μάρτυρας του βουλγαρικού πολέμου) άφησε μια ιστορία, σε 10 βιβλία, που καλύπτει την περίοδο μεταξύ 959 και 975, και περιέχει περιγραφές των αραβικών, βουλγαρικών και ρωσικών εκστρατειών της αυτοκρατορίας. Η ιστορία αυτή είναι η πιο αξιόλογη, επειδή αποτελεί τη μόνη σύγχρονη βυζαντινή πηγή που ασχολείται με τη λαμπρή περίοδο του Νικηφόρου Φωκά και του Ιωάννη Τσιμισκή. Το έργο του Λέοντα του Διακόνου είναι επίσης ανεκτίμητο για την ιστορία της Ρωσίας, επειδή περιέχει εκτενείς πληροφορίες για τον Sviatoslav και τον πόλεμό του με τους Βυζαντινούς.
Η μονογραφία του ιερέα της Θεσσαλονίκης Ιωάννη Καμενιάτη, σχετικά με την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης (904), έχει ήδη αναφερθεί.
Ανάμεσα στους χρονογράφους αυτής της περιόδου βρίσκουμε τον ανώνυμο συνεχιστή του Θεοφάνη, που περιγράφει γεγονότα από το 813 μέχρι το 961 με βάση τα έργα του Γενέσιου, του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου και του συνεχιστή του Γεωργίου Αμαρτωλού. Το πρόβλημα του ποιος είναι ο συγγραφέας αυτού του έργου δεν έχει ακόμα λυθεί.
Η ομάδα των χρονογράφων του 10ου αιώνα αντιπροσωπεύεται συνήθως από 4 ανθρώπους: ΤονΛέοντα Γραμματικό, τον Θεοδόσιο Μελιτηνό, τον ανώνυμο συνεχιστή του Γεωργίου Μοναχού και τον Συμεών Μάγιστρο Λογοθέτη, που επονομάζεται ψευδο-Συμεών, Μάγιστρος. Οι συγγραφείς όμως αυτοί δεν είναι πρωτότυποι. Όλοι τους αντέγραψαν, συντόμευσαν ή αναθεώρησαν το χρονικό του Συμεών Λογοθέτη.
Στον 10ο αιώνα ανήκει και μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα για την ιστορία της βυζαντινής φιλολογίας, ο Ιωάννης Κυριώτης ή Γεωμέτρης, του οποίου το ανώτερο σημείο δημιουργικότητας συμπίπτει με την εποχή του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασιλείου Β'. Ο πρώτος από τους αυτοκράτορες αυτούς υπήρξε ο εκλεκτός ήρωας του Ιωάννη. Ο Κυριώτης άφησε μια συλλογή επιγραμμάτων και ποιημάτων, ένα ποιητικό έργο σχετικό με τον ασκητισμό και μερικούς ύμνους προς τιμή της Παρθένου. Τα επιγράμματα και τα ποιήματά του έχουν σχέση με τα σπουδαία πολιτικά γεγονότα της εποχής του, όπως π.χ. με το θάνατο του Νικηφόρου Φωκά και του Ιωάννη Τσιμισκή, την επανάσταση του Βάρδα Σκληρού και του Βάρδα Φωκά, τον βουλγαρικό πόλεμο κλπ. Όλα αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα για τον μελετητή αυτής της περιόδου. Ένα ποίημα σχετικό με ένα ταξίδι του από την Κωνσταντινούπολη στη Σηλυβρία (μέσω περιοχών που γνώρισαν τη δράση του στρατού) δίνει μια έντονη και παθητική εικόνα των βασάνων και των ερειπίων που αντιμετώπιζαν οι αγρότες.
Ο Krumbacher, αναμφίβολα, έχει δίκαιο όταν λέει ότι ο Ιωάννης Γεωμέτρης είναι ένας από τους πιο εκλεκτούς συγγραφείς της βυζαντινής φιλολογίας. Πολλά από τα ποιήματά του έχουν διατηρηθεί μεταφρασμένα σε σύγχρονες γλώσσες. Τα πεζά του, ρητορικού, εξηγητικού και ομιλητικού χαρακτήρα, συγκεντρώνουν λιγότερο ενδιαφέρον από τα ποιήματά του.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Νικηφόρου Φωκά συντέθηκε και ο ψευδο-Λουκιανικός διάλογος «Φιλόπατρις», που αντιπροσωπεύει μια μορφή «βυζαντινού ανθρωπισμού», ενώ συγχρόνως αποτελεί, για τον 10ο αιώνα, «μια αναγέννηση του ελληνικού πνεύματος και του κλασικού γούστου» (Reinach).
Στο πρώτο ήμισυ του 11ου αιώνα παρουσιάστηκε ένας από τους καλύτερους ποιητές του Βυζαντίου, ο Χριστόφορος Μυτιληναίος, που έγινε γνωστός μόνο στις αρχές του 20ου αιώνα. Τα σύντομα έργα του, γραμμένα κυρίως σε ιαμβικό τρίμετρο, σε μορφή επιγραμμάτων ή προσφωνήσεων προς διάφορα πρόσωπα (και μερικούς σύγχρονούς του αυτοκράτορες) χαρακτηρίζονται από το χαρούμενο ύφος τους και το λεπτό του πνεύμα.
Τον 10ο αιώνα, οπότε ο βυζαντινός πολιτισμός γνώρισε μια περίοδο λαμπρής εξέλιξης, ήρθαν στον Βόσπορο από τη βάρβαρη Δύση αντιπρόσωποί της για να μορφωθούν.
Αλλά στα τέλη του 10ου και στις αρχές του 11ου αιώνα, όταν όλη η προσοχή της αυτοκρατορίας είχε συγκεντρωθεί σε εκστρατείες που ανόρθωναν το Βυζάντιο στον κολοφώνα της στρατιωτικής του φήμης, η πνευματική και δημιουργική δραστηριότητα είχε κάπως παρακμάσει. Ο Βασίλειος Β' είχε κάποια αποστροφή προς τους επιστήμονες. Η Άννα Κομνηνή, συγγραφέας του 12ου αιώνα, παρατηρεί ότι «από την εποχή της βασιλείας του Βασιλείου Πορφυρογέννητου (δηλαδή του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου) μέχρι του (Κωνσταντίνου) Μονομάχου η μόρφωση είχε παραμεληθεί από την πλειονότητα του λαού (αν και δεν κατέπεσε τελείως) για να αναπτυχθεί και πάλι αργότερα». Μεμονωμένα άτομα συνέχισαν να εργάζονται με επιμέλεια, ξοδεύοντας ολόκληρες νύχτες σκυμμένοι στα βιβλία τους, στο φως της λάμπας. Η ανώτερη εκπαίδευση όμως σε μεγάλη έκταση, με την υποστήριξη του κράτους, αναζωογονήθηκε μόνο στα μέσα του 11ου αιώνα, την εποχή του Κωνσταντίνου Μονομάχου, οπότε μια ομάδα επιστημόνων, υπό την ηγεσία του νεαρού Κωνσταντίνου Ψελλού, προκάλεσε το ενδιαφέρον του αυτοκράτορα για τις προσπάθειές της, εξασκώντας συγχρόνως μεγάλη επιρροή στην αυλή. Αμέσως άρχισαν έντονες διαμάχες γύρω από τη φύση των μεταρρυθμίσεων του Πανεπιστημίου. Ενώ ένα μέρος επιθυμούσε μια Νομική Σχολή, το άλλο απαιτούσε μια φιλοσοφική σχολή, δηλαδή μια σχολή γενικής μόρφωσης. Η ταραχή αύξανε συνεχώς παίρνοντας τη μορφή δημόσιων εκδηλώσεων. Ο αυτοκράτορας όμως βρήκε μια καλή λύση του ζητήματος οργανώνοντας τόσο τη Φιλοσοφική όσο και τη Νομική σχολή. Η ίδρυση το Πανεπιστημίου έγινε ακολούθως το 1045. Η Νεαρά που αναφέρεται στην ίδρυση της Νομικής σχολής έχει διασωθεί. Η Φιλοσοφική σχολή, υπό την ηγεσία του περίφημου λόγιου και συγγραφέα Ψελλού, δίδασκε φιλοσοφία, επιδιώκοντας να δώσει στους σπουδαστές του μια γενική μόρφωση. Η Νομική σχολή ήταν ένα είδος Νομικού Λυκείου ή Ακαδημίας.
Μια μεγάλη ανάγκη για μορφωμένους και πεπειραμένους υπαλλήλους (νομικούς κυρίως) έγινε αισθητή από το κράτος, επειδή οι νέοι, λόγω έλλειψης ειδικών επίσημων σχολών, μορφώνονταν κοντά σε νομομαθείς, συμβολαιογράφους ή δικηγόρους, που πολύ σπάνια γνώριζαν εκτενώς και πραγματικά τα νομικά θέματα. Το Νομικό Λύκειο, που ιδρύθηκε την εποχή του Κωνσταντίνου Μονομάχου, είχε ως σκοπό του να εκπληρώσει αυτήν την ανάγκη και το διεύθυνε ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, σύγχρονος και φίλος του Ψελλού. Όπως και πριν, η αγωγή ήταν δωρεάν και οι καθηγητές έπαιρναν από το κράτος καλούς μισθούς, μεταξωτά ενδύματα και δώρα από την Ανατολή. Όλοι όσοι ήθελαν να σπουδάσουν, μπορούσαν να μορφωθούν δωρεάν άσχετα προς την κοινωνική και την οικονομική τους κατάσταση, με την προϋπόθεση όμως ότι θα διέθεταν την κατάλληλη προκαταρκτική εκπαίδευση. Η Νεαρά που αναφέρεται στην ίδρυση της Νομικής Ακαδημίας δίνει μια εικόνα των απόψεων του κράτους σχετικά με την αγωγή και τη νομική κατάρτιση. Η Νομική σχολή του 11ου αιώνα είχε πρακτικούς σκοπούς, απέβλεπε δηλαδή στην κατάρτιση ικανών κρατικών υπαλλήλων, που θα γνώριζαν τους νόμους της αυτοκρατορίας.
Ο διευθυντής της Φιλοσοφικής σχολής, Κωνσταντίνος Ψελλός, γνωστός συνήθως με το μοναστικό του όνομα Μιχαήλ, γεννήθηκε το πρώτο ήμισυ του 11ου αιώνα. Χάρη στην εξαιρετική του αγωγή, τη βαθιά του μόρφωση και τη θαυμάσια ικανότητά του, τον εκτιμούσαν πολύ οι σύγχρονοί του και εξελίχθηκε σε μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της αυτοκρατορίας. Κλήθηκε στην αυλή όπου του απονεμήθηκαν σπουδαίοι και ανώτεροι τίτλοι, καθώς και αξιόλογα αξιώματα. Δίδασκε συγχρόνως φιλοσοφία και ρητορική σε αρκετούς σπουδαστές. Σ’ ένα από τα γράμματά του ο Ψελλός γράφει ότι τον ονομάζουν «φως σοφίας», δίνοντάς του συγχρόνως και άλλα ωραία ονόματα. Ακολουθώντας το παράδειγμα του φίλου του και διευθυντή της Νομικής σχολής Ιωάννη Ξιφιλίνου, έγινε μοναχός παίρνοντας το όνομα Μιχαήλ και έζησε για λίγο καιρό σ’ ένα μοναστήρι. Η μοναστική όμως ζωή δεν ανταποκρινόταν στη φύση του Ψελλού, ο οποίος εγκατέλειψε το μοναστήρι και γύρισε στην πρωτεύουσα όπου πήρε πάλι τη σημαντική θέση που κατείχε στην αυλή. Προς το τέλος της ζωής του έφτασε στο ανώτερο αξίωμα του πρωθυπουργού. Πέθανε στα τέλη του 11ου αιώνα, το 1078.
Ζώντας σε μια εποχή ανωμαλιών και παρακμής της αυτοκρατορίας, καθώς και συνεχών αλλαγών των αυτοκρατόρων, ο Ψελλός έδειξε μεγάλη ικανότητα στο να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της ζωής και, στη διάρκεια της υπηρεσίας του κάτω από εννέα αυτοκράτορες, συνέχιζε την άνοδό του και την αύξηση της επιρροής του. Ο Ψελλός δε δίσταζε να ταπεινώνεται και να χρησιμοποιεί την κολακεία ή τη δωροδοκία, για να εξασφαλίσει την επιτυχία του. Δεν μπορεί συνεπώς να λεχθεί ότι κατείχε ανώτερα ηθικά προσόντα, αν και από την πλευρά αυτή δεν διέφερε από πολλούς ανθρώπους αυτής της δύσκολης και ταραγμένης περιόδου.
Οπωσδήποτε όμως διέθετε πολλά προσόντα που τον τοποθετούσαν πολύ ψηλότερα από τους συγχρόνους του. Υπήρξε ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος που γνώριζε πολλά, έγραψε εντατικά και εργαζόταν ακατάπαυστα. Κατόρθωσε πολλά πράγματα όσο ζούσε και άφησε πολλά έργα, θεολογικά, φιλοσοφικά (στα οποία ακολουθεί τον Πλάτωνα), επιστημονικά, φιλολογικά, ιστορικά και νομικά, καθώς και μερικά ποιήματα, μερικές ομιλίες και πολλές επιστολές. Η «Ιστορία» του Ψελλού, που περιγράφει γεγονότα από τον θάνατο του Ιωάννη Τσιμισκή μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του συγγραφέα (976-1077), αποτελεί μια αξιόλογη πηγή για την ιστορία του 11ου αιώνα, παρά την ύπαρξη ορισμένων προκαταλήψεων στη διήγηση. Στη διάρκεια της φιλολογικής του δραστηριότητας, ο Ψελλός υπήρξε ο αντιπρόσωπος της εμποτισμένης από τον ελληνισμό «κοσμικής» γνώσης. Είναι πολύ πιθανόν ότι δεν υπήρξε μετριόφρονας, όταν αναφέρεται στον εαυτό του. Στο χρονογράφημά του γράφει ότι ήταν βέβαιος ότι η γλώσσα του ήταν στολισμένη με λουλούδια και ότι χωρίς καμιά προσπάθεια έσταζε από αυτήν η γλυκύτητα, ενώ αλλού ο Ψελλός λέει ότι ο Κωνσταντίνος «θαύμαζε εξαιρετικά την ευγλωττία του», ότι ο Μιχαήλ ΣΤ' τον θαύμαζε «γευόμενος το μέλι που έσταζε από τα χείλη του», ότι ο Κωνσταντίνος Ι' «πλημμύριζε με τα λόγια του, όπως θα πλημμύριζε από νέκταρ» και ότι η Ευδοκία τον θεωρούσε θεό. Οι ιστορικοί όμως διαφωνούν ακόμα στην εξύμνηση της προσωπικότητας και της δράσης του Ψελλού, αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να είχε καταλάβει (τον 11ο αιώνα) στην πνευματική ζωή του Βυζαντίου μια θέση σαν και αυτή που κατείχε ο Φώτιος τον 9ο αιώνα και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος τον 10ο αιώνα.

ΠΟΙΗΣΗ
Η εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας, και κυρίως ο 10ος αιώνας, θεωρείται ως η περίοδος της ανάπτυξης της βυζαντινής επικής ποίησης και των βυζαντινών λαϊκών τραγουδιών, των οποίων κύριος ήρωας υπήρξε ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας.
Η έντονη ζωή των ανατολικών συνόρων με τους ατελείωτους πολέμους, πρόσφερε πλούσιο έδαφος για γενναίες πράξεις και επικίνδυνες περιπέτειες. Την πιο βαθιά εντύπωση άφησε στη μνήμη του λαού ο ήρωας αυτών των συνοριακών επαρχιών Βασίλειος Διγενής Ακρίτας. Το πραγματικό όνομα αυτού του επικού ήρωα υπήρξε προφανώς Βασίλειος, ενώ το Διγενής και Ακρίτας ήταν απλά επώνυμα. Το όνομα Διγενής (δυο γενιές) προέρχεται πιθανόν από το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν Άραβας Μουσουλμάνος, ενώ η μητέρα του υπήρξε Ελληνίδα Χριστιανή. Το όνομα Ακρίτας (ή Ακρίτης) δινόταν την εποχή του Βυζαντίου στους υπερασπιστές των απομακρυσμένων ορίων της αυτοκρατορίας, που ονομάζονταν άκρες. Οι ακρίτες μερικές φορές απολάμβαναν κάποια ανεξαρτησία από την κυβέρνηση.
Ο επικός ήρωας Διγενής Ακρίτας, αφιέρωσε όλη του τη ζωή στον αγώνα του με τους Μουσουλμάνους και τους «απελάτες», δηλαδή αντάρτες των βουνών, που ήταν τολμηροί, δυνατοί στο πνεύμα και το σώμα και τόσο κλέφτες όσο και ήρωες. Οι «απελάτες» αδιαφορώντας για την εξουσία του αυτοκράτορα και του Χαλίφη, λεηλατούσαν τις χώρες και των δύο. Την περίοδο της ειρήνης αντιμετώπιζαν τις εναντίον τους ενωμένες προσπάθειες των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων, ενώ την εποχή του πολέμου κάθε πλευρά προσπαθούσε να πάρει με το μέρος της τους τολμηρούς αυτούς ανθρώπους. Ο Rambaud λέει ότι στις συνοριακές αυτές περιοχές «αισθανόταν κανείς πολύ μακριά από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ξεχνώντας ότι ζει στις επαρχίες μιας προοδευμένης μοναρχίας και νομίζοντας ότι βρίσκεται ανάμεσα στη φεουδαρχική αναρχία της Δύσης».
Με βάση διάφορους υπαινιγμούς που βρίσκει κανείς στο επικό έργο «Διγενής Ακρίτας», μπορεί να υποτεθεί ότι το πραγματικό γεγονός στο οποίο στηρίχθηκε το έπος, έλαβε χώρα στα μέσα του 11ου αιώνα στην Καππαδοκία, στην περιοχή του Ευφράτη. Ο Διγενής κάνει μεγάλα κατορθώματα και αγωνίζεται για τους Χριστιανούς και την αυτοκρατορία, επειδή, κατά την αντίληψή του, η Ορθοδοξία και η Ρωμανία (το Βυζάντιο) είναι δυο αχώριστα πράγματα. Η περιγραφή του παλατιού του Διγενή δίνει μια εικόνα της μεγαλοπρέπειας και του πλούτου των μεγαλο-γαιοκτημόνων, που τόσο πολύ πολέμησε ο Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος.
Ο Διγενής Ακρίτας έχει λεχθεί ότι έχει σαν προέλευση τον ήρωα του Ισλάμ Σαΐντ-Μπατάλ, που το όνομά του συνδέεται με τη μάχη του Ακροϊνού (740).
Το όνομα του Διγενή επικράτησε και ο ποιητής του 12ου αιώνα Θεόδωρος Πρόδρομος, θέλοντας να υμνήσει τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό, δεν βρίσκει καλύτερο τίτλο από αυτόν του «Νέου Ακρίτα».
Κατά τον Bury, «όπως ο Όμηρος αντιπροσωπεύει μια ορισμένη κατάσταση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και όπως το Nibellungenlied αντικατοπτρίζει τον γερμανικό πολιτισμό της εποχής των μεταναστεύσεων, έτσι και ο Διγενής Ακρίτας αποτελεί μια εκτενή εικόνα του βυζαντινού κόσμου, στη Μικρά Ασία και στη συνοριακή ζωή».
Το ποίημα του Διγενή Ακρίτα επέζησε της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και ακόμα και σήμερα οι Έλληνες και οι Κύπριοι τραγουδάνε τον περίφημο ήρωα του Βυζαντίου. Οι ταξιδιώτες βλέπουν ακόμα στην Τραπεζούντα τον τάφο του, που, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, προστατεύει τα νεογέννητα παιδιά από τα πονηρά πνεύματα.
Το τραγούδι του Διγενή Ακρίτα διασώθηκε σε πολλά χειρόγραφα, από τα οποία το παλαιότερο ανήκει στον 14ο αιώνα. Η μελέτη του έχει τώρα τελευταία εισέλθει σε μια νέα φάση, χάρη στις διαφωτιστικές έρευνες του H. Gregoire, τις οποίες συνέχισαν πολύ καλά οι συνεργάτες του M. Canard και R. Goossens.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Διγενής αντιπροσωπεύει τον στρατηγό Διογένη, που έπεσε το 788, αγωνιζόμενος εναντίον των Αράβων. Πολλά στοιχεία του ποιήματος αναφέρονται σε γεγονότα του 10ου αιώνα, όταν τα στρατεύματα του Βυζαντίου είχαν εγκατασταθεί στον Ευφράτη. Ο τάφος του Διογένη, κοντά στην πόλη Σαμοσάτα, χρονολογείται από το 940 περίπου. Έχουν ανακαλυφθεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αναλογίες του βυζαντινού έπους με αραβικά και τουρκικά έπη και ακόμα με τους θρύλους των χιλίων και μιας νυχτών. Το έπος αυτό, με τις ιστορικές του προϋποθέσεις και τις διακλαδώσεις του στον τομέα των ανατολικών επών, αποτελεί ένα από τα πιο γοητευτικά προβλήματα της βυζαντινής φιλολογίας.
Τα βυζαντινά έπη, σε μορφή λαϊκής μπαλάντας, επηρέασαν τα ρωσικά έπη και το έπος του Διγενή Ακρίτα έχει και εκεί τη θέση του. Στην αρχαία ρωσική φιλολογία βρίσκουμε «τα έργα και τη ζωή του Διγενή Ακρίτα», που είναι ήδη γνωστά στο Ρώσο ιστορικό, των αρχών του 9ου αιώνα, Karamzin, ο οποίος αρχικά τα θεώρησε ως ρωσικό παραμύθι. Η σημασία του έπους αυτού ήταν μεγάλη για την ανάπτυξη της ρωσικής φιλολογίας, επειδή η ζωή και τα γράμματα των παλαιών Ρώσων είχαν υποστεί από το Βυζάντιο βαθειά επιρροή, τόσο εκκλησιαστική όσο και κοσμική. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι στη ρωσική έκδοση του ποιήματος του Διγενή υπάρχουν μερικές φορές επεισόδια που δεν έχουν ακόμα βρεθεί στα βυζαντινά κείμενα.
Η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της αυτοκρατορίας αναπτύχθηκε την εποχή των δυσκολιών και των ανωμαλιών, με βάση τη γραμμή που είχε χαραχτεί στη διάρκεια της Μακεδονικής περιόδου. Για παράδειγμα, η δράση του Μιχαήλ Ψελλού δεν διακόπηκε, κάτι που μπορεί να χρησιμεύσει σαν ένδειξη του ότι η πνευματική ζωή της χώρας δεν έπαψε να υφίσταται. Ο Ψελλός υποστηρίχθηκε από τους τυχαίους αυτοκράτορες της περιόδου αυτής, όσο και από τους εκπροσώπους του οίκου των Μακεδόνων.
Ανάμεσα στους αξιόλογους συγγραφείς αυτής της περιόδου, βρίσκουμε τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, που γεννήθηκε στη Μικρά Ασία, από όπου αργότερα μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη για να διαλέξει εκεί μια νομική σταδιοδρομία. Όσα έργα του έχουν διασωθεί είναι ιστορικής και νομικής φύσης. Η ιστορία του, που καλύπτει την περίοδο μεταξύ 1034 και 1079, στηρίζεται στην προσωπική του πείρα και δίνει μια αληθινή εικόνα της εποχής των τελευταίων Μακεδόνων και των ετών της περιόδου των ανωμαλιών. Το ύφος του Ατταλειάτη αποτελούσε ήδη ένδειξη της αναγέννησης του κλασικισμού, η οποία διαδόθηκε πολύ την περίοδο των Κομνηνών. Η νομική πραγματεία του Μιχαήλ, που προέρχεται αποκλειστικά από τα Βασιλικά, γνώρισε μεγάλη επιτυχία και δημοτικότητα. Σκοπός του υπήρξε η έκδοση ενός πολύ σύντομου νομικού εγχειριδίου που θα ήταν χρήσιμο για όλους. Πολύτιμο υλικό, σχετικό με την πνευματική ζωή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας του 11ου αιώνα, βρίσκει κανείς στον κανονισμό που συνέταξε για το πτωχοκομείο και το μοναστήρι που ίδρυσε. Ο κανονισμός αυτός περιέχει μια καταγραφή της ιδιοκτησίας του πτωχοκομείου και του μοναστηριού, όπου συμπεριλαμβάνεται, εκτός από άλλα πράγματα, ένας πίνακας βιβλίων που δωρίθηκαν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού.

ΤΕΧΝΗ
Η περίοδος της δυναστείας των Μακεδόνων υπήρξε πολύ σημαντική για την ιστορία της βυζαντινής τέχνης. Η περίοδος από τα μέσα του 9ου αιώνα μέχρι τον 12ο αιώνα (που περιλαμβάνει και την περίοδο της δυναστείας των Μακεδόνων) χαρακτηρίζεται από τους επιστήμονες σαν η δεύτερη χρυσή εποχή της βυζαντινής τέχνης (πρώτη θεωρείται η περίοδος του Ιουστινιανού). Η εικονοκλαστική κρίση απελευθέρωσε τη βυζαντινή τέχνη από τις μονότονες μοναστικές κι εκκλησιαστικές επιρροές, ανοίγοντας νέους δρόμους, ξένους προς τα θρησκευτικά ζητήματα. Αυτοί οι δρόμοι οδήγησαν στην επιστροφή στις παραδόσεις των παλαιών αλεξανδρινών προτύπων, στην ανάπτυξη της διακόσμησης, που προερχόταν από τους Άραβες και ήταν πολύ συγγενική με το Ισλάμ και στην αντικατάσταση των εκκλησιαστικών θεμάτων με ιστορικά και πιο ρεαλιστικά μοτίβα. Η καλλιτεχνική δημιουργία της εποχής της δυναστείας των Μακεδόνων δεν περιορίστηκε στον απλό δανεισμό ή την αντιγραφή θεμάτων, αλλά και εισήγαγε κάτι νέο, κάτι τελείως δικό της και πρωτότυπο.
Ο Αυστριακός ιστορικός της τέχνης Strzygowski προσπάθησε να αποδείξει μια θεωρία που συνδέεται στενά με την εποχή των Μακεδόνων. Κατά τη γνώμη του, η άνοδος στο θρόνο του Βασιλείου Α' (πρώτος άρχοντας της δυναστείας, αρμενικής καταγωγής) αποτελεί μια νέα περίοδο για την ιστορία της βυζαντινής τέχνης. Την περίοδο δηλαδή της άμεσης επιρροής της αρμενικής τέχνης στις καλλιτεχνικές προσπάθειες του Βυζαντίου. Ο Strzygowski προσπάθησε δηλαδή να ανατρέψει την παλαιά αρχή, ότι η Αρμενία υπέστη μια δυνατή επίδραση από τη βυζαντινή τέχνη. Είναι αλήθεια ότι η επιρροή της Αρμενίας υπήρξε πολύ αισθητή την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων και ότι πολλοί Αρμένιοι καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες εργάστηκαν στο Βυζάντιο. Η Νέα Εκκλησία, που έκτισε ο Βασίλειος Α', πιθανόν αναπαριστά αρμενικό σχέδιο. Και όταν καταστράφηκε ο τρούλος της Αγίας Σοφίας από ένα σεισμό τον 10ο αιώνα, Αρμένιος ήταν ο αρχιτέκτονας (ο ίδιος που έκτισε τον Καθεδρικό του Ani, στην Αρμενία) που ανέλαβε το έργο της επισκευής. Αλλά, αν και κατά τον Diehl, στις θεωρίες του Strzygowski υπάρχουν «πολλά έξυπνα και δελεαστικά πράγματα», οι θεωρίες αυτές δεν μπορούν να γίνουν πέρα ως πέρα δεκτές.
Ο Βασίλειος Α' ανήγειρε τη Νέα Εκκλησία,[1] η οποία αποτελεί εξίσου σπουδαίο γεγονός με την ανέγερση της Αγίας Σοφίας επί Ιουστινιανού. Ο αυτοκράτορας ο ίδιος έκτισε ένα λαμπρό ανάκτορο, το «Καινούργιον», το οποίο στόλισε με λαμπρά μωσαϊκά και επισκεύασε και διακόσμησε την Αγία Σοφία και την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Η Αγία Σοφία, που καταστράφηκε το 989, υπήρξε αντικείμενο ενδιαφέροντος των αυτοκρατόρων του 10ου και 11ου αιώνα.
Την εποχή των Μακεδόνων αυτοκρατόρων παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά οι αυτοκρατορικές σχολές εικονογράφησης, οι οποίες όχι μόνο παρήγαγαν πολλές εικόνες και διακόσμησαν τους τοίχους των εκκλησιών, αλλά και ασχολήθηκαν με την εικονογράφηση των χειρογράφων ή με τα ιστορημένα, π.χ. το παλίμψηστο ψαλτήριο της Μονής Παντοκράτορος (9ου, 12ου αιώνα). Την εποχή του Βασιλείου Β' παρουσιάστηκε το περίφημο «Μηνολόγιο» με ωραίες μικρογραφίες που έγιναν από οκτώ καλλιτέχνες, των οποίων τα ονόματα αναφέρονται στα περιθώρια. Στην εποχή αυτή ανήκουν και πολλές ενδιαφέρουσες, πρωτότυπες και λεπτοκαμωμένες μικρογραφίες ή μινυογραφίες.
Κέντρο των καλλιτεχνικών εξελίξεων υπήρξε η Κωνσταντινούπολη, αν και οι επαρχίες του Βυζαντίου, της εποχής αυτής, έχουν δώσει αξιόλογα μνημεία τέχνης, όπως π.χ. το «Ναό της Σκριπούς» (874) στη Βοιωτία, μια ομάδα εκκλησιών στον Άθω (της Λαύρας, Ιβήρων, Βατοπεδίου, Ξηροποτάμου), που ανήκουν στον 10ο ή στις αρχές του 11ου αιώνα, τον Άγιο Λουκά στη Φωκίδα (αρχές 11ου αιώνα), τη Νέα Μονή της Χίου (μέσα του 11ου αιώνα), το Ναό του Δαφνιού, στην Αττική (τέλη 11ου αιώνα) και στη Θεσσαλονίκη, ο Ναός της Θεοτόκου των Χαλκέων και ο Άγιος Παντελεήμων (ναοί οκταγωνικού τύπου). Στη Μικρά Ασία οι πολυάριθμες εκκλησίες της Καππαδοκίας έχουν διασώσει ένα μεγάλο αριθμό τοιχογραφιών με εξαιρετικό ενδιαφέρον, από τις οποίες πολλές ανήκουν στο 9ο, 10ο και 11ο αιώνα. Η ανακάλυψη και μελέτη αυτών των τοιχογραφιών της Καππαδοκίας, που εμφάνισε έναν καταπληκτικό πλούτο τοιχογραφιών, συνδέεται στενά με το όνομα του G. de Jerphanion, που αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη λεπτομερή έρευνα της Καππαδοκίας.
Η επίδραση της βυζαντινής τέχνης της εποχής των Μακεδόνων ξεπέρασε τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Η ζωγραφική της περίφημης Santa Maria Antica, στη Ρώμη, η οποία ανήκει στον 9ο ή 10ο αιώνα, μπορεί να τοποθετηθεί κοντά στα καλύτερα δημιουργήματα της Μακεδονικής Αναγέννησης. Η Αγία Σοφία του Κιέβου (1037), στη Ρωσία, καθώς και πολλές άλλες ρωσικές εκκλησίες, ανήκουν επίσης στη «βυζαντινή» παράδοση της εποχής των Μακεδόνων αυτοκρατόρων.
Η πιο λαμπρή περίοδος της δυναστείας των Μακεδόνων (867-1025) συμπίπτει με την καλύτερη περίοδο της βυζαντινής τέχνης και από την άποψη της καλλιτεχνικής ζωτικότητας και πρωτοτυπίας. Η περίοδος των ανωμαλιών που ακολούθησε την εποχή αυτή, καθώς και η εποχή των Κομνηνών, που άρχισε το 1081, γνώρισε την ανατολή μιας εντελώς διαφορετικής, ξηρότερης και πιο αυστηρής τέχνης.
«Τα βυζαντινά πρότυπα που είχαν φτάσει (την εποχή του Βασιλείου Β') μέχρι την Αρμενία, βαθμιαία υποχωρούσαν για να πάρουν τη θέση τους αυτά των Σελτζούκων Τούρκων. Στην Κωνσταντινούπολη επικρατούσε το πνεύμα της ακινησίας, που εκδηλωνόταν με τελετές και επιδείξεις, το πνεύμα δηλαδή ενός Αλέξιου Κομνηνού και της αυλής του. Όλα αυτά αντανακλούνται στην τέχνη του αιώνα που προηγήθηκε από την εισβολή των Σταυροφόρων της Δύσης. Οι πηγές της προόδου ξεράθηκαν, δεν υπήρχε πια καμιά δύναμη προόδου και η μόνη δυνατή αλλαγή γινόταν στην παθητική αποδοχή των εξωτερικών δυνάμεων. Η θρησκευτική ζέση απορροφήθηκε από τις τυπικές απασχολήσεις. Το λειτουργικό σύστημα, ελέγχοντας το σχέδιο, οδήγησε στην παραγωγή εγχειριδίων ή οδηγών των ζωγράφων, στα οποία ο δρόμος που έπρεπε να ακολουθηθεί ήταν με ακρίβεια χαραγμένος, η σύνθεση ήταν στερεότυπη και τα χρώματα προκαθορισμένα» (Dalton).

Υποσημείωση:
[1] Ήταν ναός σταυροειδής μετά τρούλου, δηλαδή είχε 5 τρούλους, έναν κεντρικό και 4διαγώνιους σε σχήμα σταυρού. Τέτοιοι ναοί είναι οι Άγιοι Θεόδωροι, η Καπνικαρέα και της Καισαριανής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου