Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Ο Μοναχισμός στο Βυζάντιο


 

Ει­σα­γω­γη

            Στην πα­ρού­σα ερ­γα­σί­α α­να­φε­ρό­μα­στε στην εμ­φά­νι­ση και την πο­ρεί­α του Ορ­θο­δό­ξου Μο­να­χι­σμού στην ι­στο­ρι­κή πε­ρί­ο­δο που έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει να ο­νο­μά­ζε­ται «βυ­ζαν­τι­νή» και ου­σι­α­στι­κώς εί­ναι η Ρω­μα­ϊ­κή Αυ­το­κρα­το­ρί­α με­τά την ε­πι­κρά­τη­ση του Χρι­στι­α­νι­σμού.
            Θα αρ­χί­σου­με με τις α­παρ­χές του μο­να­χι­σμού, ε­ρευ­νών­τας αν προ­ϋ­πήρ­χε της ε­πο­χής του Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου και με ποι­ες μορ­φές εμ­φα­νί­ζε­ται στην Αί­γυ­πτο τον 4ο αι­ώ­να. Στην δεύ­τε­ρη ε­νό­τη­τα θα α­να­φερ­θού­με στα ι­δε­ώ­δη, τα ι­δα­νι­κά του Μο­να­χι­σμού. Αυ­τά ή­ταν τα κί­νη­τρα που ο­δη­γού­σαν τους χρι­στια­νούς πο­λί­τες της Ρω­μα­ϊ­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας να «α­πο­τα­γούν» (= να γί­νουν Μο­να­χοί). Στο τρί­το μέ­ρος πραγ­μα­τευ­ό­μα­στε την ε­ξέ­λι­ξη του μο­να­χι­κού θε­σμού, ε­πι­ση­μαί­νον­τες τους ση­μαν­τι­κούς σταθ­μούς στην πο­ρεί­α του κα­τά την υ­περ­χι­λι­ε­τή «Βυ­ζαν­τι­νή» Αυ­το­κρα­το­ρί­α. Στην τε­λευ­ταί­α ε­νό­τη­τα θα α­να­φερ­θού­με στην θέ­ση του μο­να­χι­σμού στην «Βυ­ζαν­τι­νή» κοι­νω­νί­α· την προ­σφο­ρά των μο­να­χών στις το­πι­κές κοι­νω­νί­ες και κά­νου­με μί­α σύν­το­μη α­να­φο­ρά στην σύγ­κρι­ση του α­να­το­λι­κού (ορ­θο­δό­ξου) μο­να­χι­σμού με τον δυ­τι­κό (λα­τι­νι­κό) μο­να­χι­σμό.
            Πρέ­πει να ε­πι­ση­μαν­θεί, ό­τι η α­να­φο­ρά μας στο θέ­μα αυ­τό θα εί­ναι εν­τε­λώς ε­πι­γραμ­μα­τι­κή, με δεδομένο ότι το θέ­μα προ­σφέ­ρε­ται για την συγ­γρα­φή πο­λυ­τό­μου έρ­γου.

Α. Οι Α­παρ­χεσ του Μο­να­χι­σμου

Ο Μο­να­χι­σμός δεν εί­ναι έ­να φαι­νό­με­νο που εμ­φα­νί­ζε­ται ξαφ­νι­κά στην χρι­στι­α­νι­κή κοι­νω­νί­α τον 4ο αι­ώ­να με τον Μ. Αν­τώ­νιο. Προ­ϋ­πήρ­χε. Α­πό την πρώ­τη στιγ­μή της χρι­στι­α­νι­κής εκ­κλη­σί­ας, την 4η δε­κα­ε­τί­α μ.Χ. υ­πάρ­χουν χρι­στια­νοί που ε­πι­θυ­μούν να ζή­σουν ά­γα­μο βί­ο ως α­φι­ε­ρω­μέ­νοι στον Θε­ό. Ή­θε­λαν να ε­φαρ­μό­σουν τις δι­δα­χές και το πα­ρά­δειγ­μα του Ι­η­σού Χρι­στού στα Ευ­αγ­γέ­λια[1] κα­θώς και του Ι­ω­άν­νου του Προ­δρό­μου και των Α­πο­στό­λων[2], ε­πι­δι­ώ­κον­τας την χρι­στι­α­νι­κή τε­λει­ό­τη­τα[3]. Ό­μως δεν ζού­σαν κα­τ' α­νάγ­κην μα­κριά α­πό τις ορ­γα­νω­μέ­νες μορ­φές κοι­νω­νί­ας (στις «ε­ρή­μους») και ο­νο­μά­ζον­ταν α­σκη­ταί [4], ή σπουδαίοι[5]. Στον βί­ο του Μ. Αν­τω­νί­ου α­να­φέ­ρε­ται ό­τι ο Αν­τώ­νιος, πριν α­να­χω­ρή­σει στην έ­ρη­μο, μοί­ρα­σε τα υ­πάρ­χον­τά του στους φτω­χούς και πα­ρέ­δω­σε την α­δελ­φή του σε Παρ­θε­νώ­να (οί­κο χρι­στια­νών α­σκη­τρι­ών) για να τρέ­φε­ται[6]. Ζού­σαν μα­ζί με τους άλ­λους χρι­στια­νούς, αλ­λά ή­ταν ά­γα­μοι και α­σκού­σαν πιο έν­το­να την νη­στεί­α, την προ­σευ­χή και την αρετή της α­κτη­μο­σύ­νης[7]. Υ­πάρ­χουν μαρ­τυ­ρί­ες πε­ρί αυ­τών σε πολ­λούς εκ­κλη­σι­α­στι­κούς συγ­γρα­φείς των τρι­ών πρώ­των αι­ώ­νων, ό­πως ο Ι­ου­στί­νος και ο Α­θη­να­γό­ρας[8]. Στις ε­ρή­μους κα­τέ­φευ­γαν κυ­ρί­ως λό­γω των δι­ωγ­μών, ό­χι μό­νον οι α­σκη­τές, αλ­λά και οι έγ­γα­μοι χρι­στια­νοί[9].  Πάν­τως, έ­χου­με μαρ­τυ­ρί­ες για την μα­ζι­κή εγ­κα­τά­στα­ση α­σκη­τών στις ε­ρή­μους της Αι­γύ­πτου α­πό τον 3ο αι­ώ­να μ.Χ.[10]. Για­τί ό­μως, με­τά την κα­τά­παυ­ση των δι­ωγ­μών, οι α­σκη­τές (οι α­φι­ε­ρω­μέ­νοι χρι­στια­νοί)  ό­πως ο Παύ­λος ο Θη­βαί­ος, συ­νέ­χι­σαν να ζουν στις ε­ρή­μους;
Η α­πάν­τη­ση εί­ναι ό­τι οι χρι­στια­νοί αυτοί ή­θε­λαν να βι­ώ­σουν την χρι­στι­α­νι­κή τε­λει­ό­τη­τα στον υ­πέρ­τα­το βαθ­μό.  Κα­τά τους τρεις πρώ­τους με­τα-χρι­στι­α­νι­κούς αι­ώ­νες το πρό­τυ­πο του τέ­λει­ου χρι­στια­νού ή­ταν αυ­τό του μάρ­τυ­ρος. Ό­σοι ή­ταν χρι­στια­νοί (έγ­γα­μοι και ά­γα­μοι) ή­ταν «εν δυ­νά­μει μάρ­τυ­ρες», έ­τοι­μοι να θυ­σια­σθούν γι' αυ­τό που πί­στευ­αν. Πιο τέ­λεια α­πάρ­νη­ση των εγ­κο­σμί­ων α­πό την ε­κού­σια ε­πι­λο­γή του θα­νά­του χά­ριν της πί­στε­ως στον Χρι­στό, δεν υ­πάρ­χει. Πολ­λοί α­σκη­τές και α­σκή­τρι­ες των πρώ­των αι­ώ­νων πρό­σθε­σαν στην ά­σκη­ση και το μαρ­τύ­ριο (Ο­σι­ο­μάρ­τυ­ρες και Παρ­θε­νο­μάρ­τυ­ρες). Κα­τά τον 4ο αι­ώ­να κα­τέ­παυ­σαν οι δι­ωγ­μοί και η ζω­ή των χρι­στια­νών άρ­χι­σε να χα­λα­ρώ­νει. Πολ­λοί γί­νον­ταν χρι­στια­νοί για να έ­χουν την εύ­νοι­α των κρα­τι­κών αρ­χών, πού τώ­ρα υ­πο­στή­ρι­ζαν τους χρι­στια­νούς. Δι­α­τή­ρη­σαν ό­μως, εν πολ­λοίς, τον προ­η­γού­με­νο –μη χρι­στι­α­νι­κό- τρό­πο ζω­ής. Ό­σοι δεν συμ­βι­βά­στη­καν με την η­θι­κή αυ­τή κα­τά­πτω­ση των χρι­στια­νών, προ­τί­μη­σαν να ζουν στην έ­ρη­μο[11]. Πρό­κει­ται για έ­να κί­νη­μα α­πο­δο­κι­μα­σί­ας του εκ­κο­σμι­κευ­μέ­νου χρι­στι­α­νι­σμού από λα­ϊ­κούς χρι­στια­νούς[12].
Στην έ­ρη­μο καλ­λι­ερ­γή­θη­κε η ι­δέ­α του «μαρ­τυ­ρί­ου της συ­νει­δή­σε­ως». Ε­πρό­κει­το για μί­α προ­σο­μοί­ω­ση του μαρ­τυ­ρί­ου, το ο­ποί­ο τώ­ρα με­τα­φε­ρό­ταν στον πνευ­μα­τι­κό το­μέ­α. Ό­πως οι πα­λαι­οί μάρ­τυ­ρες κα­τε­νί­κη­σαν τα όρ­γα­να του δι­α­βό­λου, οι «μάρ­τυ­ρες της συ­νει­δή­σε­ως» έ­πρε­πε να κα­τα­νι­κή­σουν τα νέ­α όρ­γα­να του δι­α­βό­λου, τα εγ­κό­σμια[13]. Αυ­τό ή­ταν το κί­νη­τρο που ώ­θη­σε τον Αι­γύ­πτιο χρι­στια­νό χω­ρι­κό Αν­τώ­νιο στην έ­ρη­μο.  Δεν ή­ταν ο πρώ­τος, αλ­λά έ­γι­νε ο πιο γνω­στός, χά­ρις την βι­ο­γρα­φί­α του που συ­νέ­γρα­ψε ο Μ. Α­θα­νά­σιος. Το πα­ρά­δειγ­μά του α­κο­λού­θη­σαν και άλ­λοι πολ­λοί, κυ­ρί­ως στην Αί­γυ­πτο, που ο τό­πος και η ι­δι­ο­συγ­κρα­σί­α των αν­θρώ­πων ευ­νο­ού­σε την α­νά­πτυ­ξη του μο­να­χι­σμού[14]. Ο τρό­πος της κα­τά μό­νας α­σκή­σε­ως σε κελί στην έ­ρη­μο ο­νο­μά­σθη­κε α­να­χω­ρη­τι­σμός. Λί­γο αρ­γό­τε­ρα ο Ό­σιος Πα­χώ­μιος θα ει­ση­γη­θεί την ορ­γά­νω­ση των μο­να­χών σε κοι­νό­τη­τες ο­μα­δι­κής α­σκή­σε­ως, τα κοι­νό­βια[15], ε­νώ ο μα­θη­τής του Μ. Αν­τω­νί­ου, Ό­σιος Ι­λα­ρί­ων, θα με­τα­λαμ­πα­δεύ­σει τον Μο­να­χι­σμό στην Πα­λαι­στί­νη με την εν­δι­ά­με­ση (με­τα­ξύ Α­να­χω­ρη­τι­σμού και Κοι­νο­βί­ου) μορ­φή της Λαύ­ρας.

Β. Τα Ι­δε­ω­δη του Μο­να­χι­σμου

 Ως κύ­ριο ι­δε­ώ­δες του μο­να­χι­σμού θε­ω­ρού­με την ε­πι­δί­ω­ξη της τε­λει­ό­τη­τας. Αυ­τό, άλ­λω­στε ή­ταν το κί­νη­τρο του α­σκη­τι­κού βί­ου των χρι­στια­νών και πριν α­να­χω­ρή­σουν στις ε­ρή­μους. Όπως α­να­φέ­ρε­ται στο βί­ο του, ό­τι ο Όσος Αντώνιος έ­λα­βε την α­πό­φα­ση να γί­νει α­σκη­τής ό­ταν ά­κου­σε κά­πο­τε στην εκ­κλη­σί­α του χω­ριού του στην Αί­γυ­πτο το α­πό­σπα­σμα του Ευ­αγ­γε­λί­ου: «Εἰ θέ­λεις τέ­λει­ος εἶ­ναι, ὕ­πα­γε πώ­λη­σόν σου τὰ ὑ­πάρ­χον­τα καὶ δὸς πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι.» (Ματθ. ΙΘ΄ 21)[16].
            Ασφαλώς, κάποιοι από τους Μοναχούς οδηγήθηκαν στις ερήμους από άλλα, κατώτερα κίνητρα[17]. Αυτά μπορεί να ήταν η απαλλαγή από τους φόρους, ή την στράτευση, τα χρέη, ή άλλες υποχρεώσεις[18]. Άλλοι κινήθηκαν από ενδιάμεσα κίνητρα, όπως από την αναζήτηση της χαμένης αγνότητας. Άλλοι μπορεί να οδηγήθηκαν από μία μεταφυσική αγωνία. Και αυτοί συσχηματίσθηκαν όμως σε έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής (που σε γενικές γραμμές αποτελείται από το τρίπτυχο νηστεία-αγρυπνία-προσευχή) και διαμόρφωσαν το ασκητικό ιδεώδες που εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας[19].
            Στην Αίγυπτο οι αγράμματοι αναχωρητές έπλεκαν καλάθια προσπαθώντας να προσεύχονται συνεχώς, επαναλαμβάνοντας ψαλμούς που είχαν αποστηθίσει. Ζούσαν σε απλές καλύβες. Φορούσαν απλά και λιτά ρούχα. Νήστευαν αυστηρά, ιδίως κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Έτρωγαν (συνήθως ένα παξιμάδι βρεγμένο, με λίγα λαχανικά όσπρια ή καρπούς) μία φορά την ημέρα. μετά την δύση του ηλίου. Κοιμόνταν σε μία ψάθα. Ασκούνταν στην προσευχή και την καθαρότητα των λογισμών, μέχρι να φθάσουν στην αγιότητα. Παρόμοια ήταν η ζωή των αναχωρητών παντού[20].
            Στα κοινόβια η ζωή ήταν πιο άνετη, αλλά εκεί η δυσκολία ήταν στο να ασκείται κανείς στην υπακοή στις διαταγές των ανωτέρων. Τα κοινόβια ήταν σαν στρατόπεδα. Ο καθέ­νας είχε το διακόνημά του, δηλαδή μία διατεταγμένη υπηρεσία. Συμμετείχαν όλοι στην κοινή λατρεία στην εκκλησία  και στην κοινή τράπεζα (γεύμα). Εκεί ακόμη και την ώρα του φαγητού κάποιος έκανε ανάγνωση εκφώνως, έτσι ώστε ο νους να παραμένει συγκεντρωμένος στα πνευματικά[21]. Το βράδυ στο κελί του, ο μοναχός του κοινο­βίου έπρεπε να ασχοληθεί και με την ατομική του προσευχή. Με αυτόν τον τρόπο ο Μοναχός του κοινοβίου επεδίωκε την τελειότητα.
            Βο­η­θη­τι­κό μέ­σο, λοιπόν,  για την ε­πί­τευ­ξη της τε­λει­ό­τη­τας μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί η α­πο­μά­κρυν­ση α­πό τον κό­σμο. Αυ­τό λέ­γε­ται «α­πο­τα­γή». Εί­ναι η α­πο­μά­κρυν­ση α­πό τις αι­τί­ες της α­μαρ­τί­ας και η με­τα­φο­ρά του πε­δί­ου μά­χης στον χώ­ρο τον λο­γι­σμών. Με την βο­ή­θεια της η­συ­χί­ας, ο μο­να­χός ε­πι­κεν­τρώ­νει την προ­σο­χή του στην προ­σπά­θεια να δι­α­τη­ρή­σει τον νου του κα­θα­ρό α­πό κά­θε σκέ­ψη, να εγ­κα­θι­δρύ­σει μέ­σα του την α­δι­ά­κο­πη μνή­μη του Θε­ού και την α­δι­ά­λει­πτη ε­πι­κοι­νω­νί­α μα­ζί του. Αυ­τό προ­σπα­θεί να το κα­τορ­θώ­σει ε­πα­να­λαμ­βά­νον­τας συ­νε­χώς μια σύν­το­μη προ­σευ­χή, που α­πο­τε­λεί­ται α­πό τα λό­για «Κύ­ρι­ε Ι­η­σού Χρι­στέ Υι­έ του Θε­ού, ε­λέ­η­σόν με». Οι Μο­να­χοί προ­σπα­θού­σαν να συν­το­νί­σουν την προ­σευ­χή αυ­τή με την α­να­πνο­ή, ώ­στε να κα­τα­στή α­δι­ά­λει­πτη[22]. Η α­πό­κτη­ση της α­δι­ά­λει­πτης προ­σευ­χής ο­νο­μα­ζό­ταν «φω­τι­σμός». Το ε­πό­με­νο στά­διο ή­ταν η «Θέ­ω­ση» η οποία ήταν η μετοχή των ακτίστων ενεργειών του Θεού από των άνθρωπο.
             Το ότι ο άνθρωπος μπορούσε να γίνει κοινωνός της θείας ενεργείας, αλλά όχι της θείας ουσίας, που θεωρείται απρόσιτη από τα κτίσματα, έγινε μία διαφορά μεταξύ λατινικής και ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι Λατίνοι ταυτίζουν την ουσία με την ενέργεια του Θεού, θεωρώντας Αυτόν ως καθαρά ενέργεια. Οπότε –κατά την λατινική θεώρηση- δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να γίνει κοινωνός της θείας ενεργείας και να θεωθεί. Αυτό ισχυρίσθηκε ο Βαρλαάμ τον 14οαιώνα. Το αντίθετο υποστήριξε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος ηγήθηκε του κινήματος του Ησυχασμού και δικαιώθηκε σε τρεις διαδοχικές συνόδους (το 1347, 1351 και 1368). Με τον τρόπο αυτό το Βυζάντιο επιβεβαίωσε την επιστροφή του στις ρίζες της εκκλησιαστικής του παραδόσεως[23].

Γ. Η Ε­ξε­λι­ξη του Μο­να­χι­σμου

Γεωγραφική Εξάπλωση

 Ο Μοναχισμός από τον καιρό που εμφανίσθηκε στην Αίγυπτο, εξαπλώθηκε με ταχύτητα σε όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας, αλλά και εκτός αυτής[24], όπου υπήρχαν χριστιανοί. Από την Αίγυπτο αναχωρητές και κοινόβια εμφανίζονται γρήγορα και στο Σινά και την Παλαιστίνη. Εκεί θα εμφανισθεί και μία ενδιάμεση μορφή μοναχισμού, οι λαύρες. Από την Παλαιστίνη ο θεσμός μεταλαμπαδεύεται στην Συρία και την Μεσοποταμία και από εκεί στην Μ. Ασία και την Ευρώπη[25].
Ιδιαιτέρως, μετά την επικράτηση του Μονοφυσιτισμού και την αραβική κατάκτηση της Συρίας, Παλαιστίνης και Αιγύπτου, το κέντρο βάρους του Ορθοδόξου Μοναχισμού μεταφέρεται στην Μικρά Ασία. Το σημαντικότερο μοναστικό κέντρο μετά τον 8ο αιώνα ήταν το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας. Μετά τον 9ο αιώνα είναι το Όρος Λάτρος κοντά στην Μίλητο και το Γαλήσιον όρος κοντά στην Έφεσο τον 11ο αιώνα. Από το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα σημαντικό κέντρο αναδεικνύεται το Άγιον Όρος Άθω στην Ελλάδα, που θα επιβιώσει μέχρι και σήμερα[26].

Μορφές μοναχισμού

Οι μορφές του Μοναχισμού ήταν γενικώς τρεις. Η μορφή του αναχωρητισμού εμφανίσθηκε στην Αίγυπτο, όπως είδαμε, και είχε ως κύριο εκπρόσωπο τον Όσιο Αντώνιο. Ήταν ο πιο απλός τρόπος ζωής και πάντοτε αποτελούσε την πιο ιδανική μορ­φή του Μοναχισμού. Οι αναχωρητές επεδίωκαν την απόλυτη ησυχία. Ζούσαν μόνοι τους σε κελιά απομακρυσμένα από τον κόσμο και μεταξύ τους[27]. Τον τρόπο ζωής των αναχωρητών περιγράψαμε στην προηγούμενη ενότητα.  Ιδιαίτερη μορφή αναχωρητών ήταν οι στυλίτες (εμφανίσθηκαν στην Συρία τον 5ο αιώνα και ζούσαν επάνω σε έναν στύλο εκτεθειμένοι στα στοιχεία της φύσεως) [28] και οι έγκλειστοι (ζούσαν αυτοφυλακισμένοι σε ένα κελί του οποίου την θύρα είχαν κτίσει) [29].
Ο Όσιος Παχώμιος, πρώην στρατιωτικός που μαθήτευσε κοντά σε αναχωρητή, εισηγήθηκε τον κοινοβιακό Μοναχισμό. Οι Κοινοβιάτες ζούσαν σε οργανωμένα μοναστήρια. Επρόκειτο για οργανωμένες κοινότητες μοναχών με στρατιωτικά πρότυπα. Υπήρχε καταμερισμός καθηκόντων, κοινοκτημοσύνη, ομοιόμορφη ενδυμασία, ιεραρχία και καθήκον υπακοής στους προεστώτες. Συχνά κάποιος ξεκινούσε την Μοναχική του ζωή σε κοινόβιο, αργότερα με την άδεια του Ηγουμένου μπορούσε να γίνει αναχωρητής και όταν γύρω του μαζεύονταν πολλοί μαθητές, μπορούσε να γίνει ιδρυτής νέου κοινοβίου[30]. Ιδιαίτερη μορφή κοινοβίου ήταν η Μονή των Ακοιμήτων όπου οι μοναχοί τελούσαν συνεχώς εκκλησιαστικές ακολουθίες σε εναλλασσόμενες βάρδιες[31].
Ο τρίτος δρόμος στον Μοναχισμό ήταν αυτός της λαύρας[32].  Εμφανίζεται στην Παλαιστίνη επίσης τον 4ο αιώνα. Εμπνευστής της ήταν ο Όσιος Ιλαρίων. Ήταν μία μορφή μοναχισμού που συνδύαζε στοιχεία και των δύο άλλων μορφών. Επρόκειτο για συνοικισμό αναχωρητών γύρω από ένα ναό, το Κυριακό, στον οποίο συγκεντρώνονταν για κοινή λατρεία κάθε Σαββατοκύριακο[33].  Στην Παλαιστίνη ήταν πολύ κοινό το φαινόμενο κοντά στις λαύρες να υπάρχει ένα κοινόβιο για την προπαρασκευή των αρχαρίων μοναχών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλές λαύρες, με την πάροδο του χρόνου, να μεταβληθούν σε κοινόβια[34].
Από τον τύπο του κοινοβίου προέκυψε το ιδιόρρυθμο μοναστήρι, στο οποίο ο κάθε μοναχός ακολουθούσε το δικό του πρόγραμμα, και φρόντιζε μόνος του για την αυτοσυντήρησή του. Η διοίκηση από τον Ηγούμενο ήταν χαλαρή και τα κοινά γεύματα περιστασιακά. Αυτή η μορφή μοναχισμού θεωρείτο ως παρέκκλιση από την υγιή κοινοβιακή μορφή και δεν ενθαρρυνόταν[35]. Απαιτούσε όμως λιγότερους οικονομικούς πόρους για το μοναστήρι και επικράτησε στα φτωχά μοναστήρια.
Οργάνωση
            Ο αναχωρητικός μοναχισμός δεν χρειαζόταν κάποια μορφή διοργανώσεως. Ο κοινοβιακός διοργανώθηκε κατ' αρχήν από τον Όσιο Παχώμιο. Οι κανονισμοί καθόριζαν τον τύπο αμφίεσης και τον βασισμένο στα στρατιωτικά πρότυπα τρόπο ζωής που περιγράψαμε παραπάνω[36]. Λίγο αργότερα ο Μ. Βασίλειος Μητροπολίτης Καισαρείας της Καππαδοκίας, συνέγραψε τις ασκητικές διατάξεις του, όπου καθόρισε νέους κανόνες για τα κοινόβια[37]. Αυτός πρώτος όρισε ότι οι προσερχόμενοι στον Μοναχικό βίο πρέπει να δίδουν ρητή ομολογία αγαμίας  «ενώπιον των προεστώτων των εκκλησιών» οι οποίοι θα χρησίμευαν ως μάρτυρες και θα τελούσαν σχετική ιεροτελεστία. Έτσι οι μοναχοί έπαυσαν πλέον να θεωρούνται λαϊκοί, λαμβάνοντας ενδιάμεση θέση μεταξύ λαού και κλήρου[38]. Κατά τον 9ο αιώνα ο Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης αναδιοργανώνει τον Μοναχισμό μετά την κρίση της εικονομαχίας, δίνοντας το βάρος στην σκληρή εργασία[39] των Μοναχών και την υπακοή[40].


Εκκλησιαστική και κοσμική εξουσία

            Ο Μοναχισμός και μάλιστα ο αναχωρητικός μοναχισμός είχαν αναπτυχθεί ανεξάρτητα από την εκκλησιαστική διοίκηση (τους επισκόπους). Αποτελούσε, λοιπόν μία ανεξέλεγκτη κατάσταση. Κάποιοι κανόνες της Συνόδου του Γάγγρας (341) φανερώνουν την ανησυχία των επισκόπων για τον ανεξέλεγκτο μοναχισμό[41]. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνος (451) προσπαθεί να ρυθμίσει συστηματικά τις σχέσεις μεταξύ μοναχισμού και εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Τα μοναστήρια πρέπει να ιδρύονται με την άδεια του Επισκόπου, να υπόκεινται στον έλεγχό του και οι μοναχοί δεν θα πρέπει να περιφέρονται ανεξέλεγκτα[42].
Οι Αυτοκράτορες, ομοίως, λαμβάνουν μέτρα για να χαλιναγωγήσουν τους ανεξέλεγκτους μοναχούς. Οι αυτοκρατορικοί νομοθέτες θεωρούν ως κανονική μορφή μοναχισμού τον κοινοβιακό, που μπορεί να ελεγχθεί ευκολότερα[43]. Την εποχή της  εικονομαχίας σηματοδοτείται μία ανοικτή ρήξη μοναχισμού και κράτους εξαιτίας της έριδας για τις εικόνες[44]. Αργότερα, επί της δυναστείας των Παλαιολόγων, θα συμβεί το ίδιο για το θέμα την ενώσεως με την δυτική Εκκλησία. Και στις δύο περιπτώσεις από την σύγκρουση νικητής βγήκε ο θεσμός του μοναχισμού[45].

Δ. Η Θε­ση του Μο­να­χι­σμου στην Κοι­νω­νια

  Ο μοναχισμός στην Βυζαντινή κοινωνία χρησίμευε ως υπόδειγμα για τον ιδανικό τύπο ανθρώπου. Οι μοναχοί είναι οι πνευματικοί καθοδηγητές. Κατά τον Όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη «φῶς μὲν μοναχοῖς ἄγγελοι, φῶς δὲ πάντων ἀνθρώπων, μοναδική πολιτεία» (Κλίμαξ, ΚΣΤ΄ 23).  Οι μοναχοί με την αυτοθυσία και το πένθος και γενικώς με την άσκηση, κατακτούσαν την απάθεια, την ελευθερία από τα πάθη, φθάνοντας σε αγγελική κατάσταση. Έτσι γίνονταν φίλοι του Θεού. Αποκτούσαν παρρησία προς τον Θεό και οι προσευχές τους εισακούονταν. Έτσι βοηθούσαν και την ασφάλεια του κράτους από επιδρομές και φυσικές καταστροφές. Διότι, αν ο Θεός για χάρη δέκα δικαίων ανθρώπων δεν θα κατέστρεφε τα Σόδομα, πολύ περισσότερο θα προστάτευε το κράτος που περιλάμβανε χιλιάδες αγίους μοναχούς[46]. Στα μάτια των Βυζαντινών ο Μοναχισμός είχε την αίγλη της ιδανικότητας και της αληθινής τελειότητας[47].
Ο κύριος κοινωνικός ρόλος, λοιπόν, του βυζαντινού μοναχισμού ήταν η παρα­γωγή προτύπων πνευματικής τελειότητας. Η κοινοβιακή, όμως μορφή μοναχισμού παρείχε την δυνατότητα, δευτερευόντως, να παρέχει κάποιες κοινωνικές υπηρεσίες, ανάλογα με τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών όπου βρισκόταν. Μπορούσαν να στεγάζουν πτωχοκομεία, νοσοκομεία κ.λπ., ή να διαθέτουν σκριπτόρια (όπως η Μονή Στουδίου) για την αντιγραφή βιβλίων κ.λπ.. Ποτέ όμως δεν είχαν αυτές τις κοινωνικές υπηρεσίες ως κύρια αποστολή. Αυτό ήταν μία διαφορά από τον δυτικό μοναχισμό που είχε αναλάβει καθ΄ ολοκληρίαν τους τομείς της παιδείας και των κοινωνικών υπηρεσιών στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτό συνετέλεσε και το ότι στην Δύση η μόρφωση αποτελούσε προνόμιο του κλήρου. Κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε στην Ανατολή όπου η πολιτισμική παράδοση δεν είχε διακοπεί ποτέ και υπήρχαν πολλοί μορφωμένοι και εκτός της τάξεως των μοναχών.  Ακόμη, οι ορθόδοξοι μοναχοί, παρά τις περί του αντιθέτου αποφάσεις των συνόδων, δεν παρέμεναν εύκολα στον ίδιο τόπο. Δεν υπήρχε, δηλαδή, στην πράξη το stabilitas loci, η σταθερότητα τόπου, η πρόσδεση του Μοναχού στο μοναστήρι του. Αλλά και τα μοναστήρια εύκολα ιδρύονταν και εύκολα διαλύονταν[48]. Αυτοί ήταν ανασταλτικοί παράγοντες για μία μεγαλύτερη κοινωνική προσφορά σε τομείς όπως η φιλανθρωπία και η παιδεία.

Συμ­πε­ρα­σμα­τα

            Κα­τά τον 4ο αι­ώ­να, κά­ποι­οι α­πό τους χρι­στια­νούς της ρω­μα­ϊ­κής ε­πι­κρα­τεί­ας ε­πέ­λε­ξαν να ζή­σουν «κα­τά μό­νας» μα­κριά α­πό τους συμ­πο­λί­τες και συγ­χω­ρια­νούς τους, με σκο­πό α­πε­ρί­σπα­στοι α­πό κά­θε μέ­ρι­μνα να λα­τρεύ­ουν «μό­νοι μό­νῳ τῷ Θε­ῷ». Ζών­τας α­σκη­τι­κή ζω­ή, μα­χό­με­νοι κα­τά των πα­θών τους με σκο­πό να φθά­σουν στην κοι­νω­νί­α με τον Θε­ό, την «θέ­ω­ση», μέ­σω της πο­ρεί­ας: κά­θαρ­ση-φω­τι­σμός-θέ­ω­ση α­πο­τε­λού­σαν το ι­δα­νι­κό πρό­τυ­πο ζω­ής και για τους υ­πο­λοί­πους χρι­στια­νούς. Αυ­τή ή­ταν η κύ­ρια προ­σφο­ρά του μο­να­χι­σμού στην βυ­ζαν­τι­νή κοι­νω­νί­α.
Τα έρ­γα της φι­λαν­θρω­πί­ας και της εκ­παι­δεύ­σε­ως δεν α­πε­τέ­λε­σαν πο­τέ τον κύ­ριο στό­χο του Μο­να­χι­σμού, αλ­λά δευ­τε­ρεύ­ον­τα, α­νά­λο­γα με τις το­πι­κές α­νάγ­κες και πάν­το­τε ως πα­ρε­πό­με­νο α­πο­τέ­λε­σμα της προ­σπά­θειας για την ε­πί­τευ­ξη του κύ­ριου σκο­πού.
Ορ­θό­δο­ξος Μο­να­χι­σμός υ­πήρ­χε και πριν την ί­δρυ­ση της Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως (την  με­τα­φο­ρά της πρω­τευ­ού­σης του Ρω­μα­ϊ­κού κρά­τους α­πό την Ρώ­μη στο Βυ­ζάν­τιο) και με­τά την πτώ­ση της. Ο τρό­πος της ορ­γα­νώ­σε­ως, τα κέν­τρα που άν­θη­σε και οι σχέ­σεις των μο­να­χών με την εκ­κλη­σι­α­στι­κή και πο­λι­τι­κή ε­ξου­σί­α μπο­ρεί να με­τε­βλή­θη­σαν πολ­λές φο­ρές. Τα ι­δε­ώ­δη, ό­μως του Μο­να­χι­σμού, και οι βα­σι­κές αρ­χές του πα­ρα­μέ­νουν α­ναλ­λοί­ω­τα μέ­χρι σή­με­ρα, σε ό­λα τα μέ­ρη της γης ό­που υ­πάρ­χουν Ορ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοί.

 

Βι­βλι­ο­γρα­φια


1.      Ευ­θυ­μιά­δης Στε­φα­νος, «Ο Βυ­ζαν­τι­νός θρη­σκευ­τι­κός βί­ος» στο Ευ­θυ­μιά­δης Σ, Κυρ­κί­νη-Κού­του­λα Α, Νι­κο­λού­δης Ν, Πέν­να Βα­σι­λι­κή, Δη­μό­σιος και Ι­δι­ω­τι­κός Βί­ος στην Ελ­λά­δα Ι: Απ΄την Αρ­χαι­ό­τη­τα έ­ως και τα Με­τα­βυ­ζαν­τι­νά Χρό­νια, τόμ. Β΄ (Δη­μό­σιος και Ι­δι­ω­τι­κός Βί­ος στον Βυ­ζαν­τι­νό και Με­τα­βυ­ζαν­τι­νό Κό­σμο), εκδ. ΕΑΠ, Πά­τρα 2001 σσ. 205-242.
2.      Μέ­γας Α­θα­νά­σιος, Βί­ος και πο­λι­τεί­α του Ο­σί­ου πα­τρός η­μών Αν­τω­νί­ου, Έλ­λη­νες Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας,  εκδ. «Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς» Θεσ­σα­λο­νί­κη 1976.
3.      Στε­φα­νί­δου Βα­σι­λεί­ου, Εκ­κλη­σι­α­στι­κή Ι­στο­ρί­α, Α­π' αρ­χής μέ­χρι σή­με­ρον, εκδ. Πα­πα­δη­μη­τρί­ου <Α­θή­ναι 2000>,
4.      Τζώ­γας Χα­ρί­λα­ος, «Μο­να­χι­σμός», στο συλ­λο­γι­κό έρ­γο Θρη­σκευ­τι­κή και Η­θι­κή Εγ­κυ­κλο­παι­δεί­α, τ. 9, εκδ. Μαρ­τί­νος, Α­θή­ναι 1966.
5.      Beck Hans-GeorgΗ Βυ­ζαν­τι­νή Χι­λι­ε­τί­α, μτφρ. Δ. Κούρ­το­βικ, εκδ. ΜΙΕΤ, Α­θή­να 2000.
6.      Cyril MangoΒΥΖΑΝΤΙΟ, Η Αυ­το­κρα­το­ρί­α της Νέ­ας Ρώ­μης, μτφρ. Τσουγ­κα­ρά­κης Δ., εκδ. ΜΙΕΤ, Α­θή­να 2000.



[1] «Οὐ πά­ντες χω­ροῦ­σι τὸν λό­γον τοῦ­τον, ἀλ­λ' οἷς δέ­δο­ται·  εἰ­σὶ γὰρ εὐ­νοῦ­χοι οἵ­τι­νες ἐκ κοι­λί­ας μη­τρὸς ἐ­γεν­νή­θη­σαν οὕ­τω· καὶ εἰ­σὶν εὐ­νοῦ­χοι οἵ­τι­νες εὐ­νου­χί­σθη­σαν ὑ­πὸ τῶν ἀν­θρώ­πων, καὶ εἰ­σὶν εὐ­νοῦ­χοι οἵ­τι­νες εὐ­νο­ύ­χι­σαν ἑ­αυ­τοὺς διὰ τὴν βα­σι­λε­ί­αν τῶν οὐ­ρα­νῶν. Ὁ δυ­νά­με­νος χω­ρεῖν χω­ρε­ί­τω.» (Ματθ.ΙΘ΄ 11-12). Ο Ω­ρι­γέ­νης έ­μει­νε στην ι­στο­ρί­α δι­ό­τι ε­φήρ­μο­σε κα­τά γράμ­μα την δι­δα­χή!
[2] Λέ­γει ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος: «Θέλω δὲ ὑ­μᾶς ἀ­με­ρί­μνους εἶ­ναι. ὁ ἄ­γα­μος με­ρι­μνᾷ τὰ τοῦ Κυ­ρί­ου, πῶς ἀ­ρέ­σει τῷ Κυ­ρί­ῳ·  ὁ δὲ γα­μή­σας με­ρι­μνᾷ τὰ τοῦ κό­σμου, πῶς ἀ­ρέ­σει τῇ γυ­ναι­κί. με­μέ­ρι­σται καὶ ἡ γυ­νὴ καὶ ἡ παρ­θέ­νος. ἡ ἄ­γα­μος με­ρι­μνᾷ τὰ τοῦ Κυ­ρί­ου, ἵ­να ᾖ ἁ­γί­α καὶ σώ­μα­τι καὶ πνε­ύ­μα­τι· ἡ δὲ γα­μή­σα­σα με­ρι­μνᾷ τὰ τοῦ κό­σμου, πῶς ἀ­ρέ­σει τῷ ἀν­δρί. τοῦ­το δὲ πρὸς τὸ ὑ­μῶν αὐ­τῶν συμ­φέ­ρον λέ­γω, οὐχ ἵ­να βρό­χον ὑ­μῖν ἐ­πι­βά­λω, ἀλ­λὰ πρὸς τὸ εὔ­σχη­μον καὶ εὐ­πά­ρε­δρον τῷ Κυ­ρί­ῳ ἀ­πε­ρι­σπά­στως.» (Α΄Κο­ρινθ. Ζ΄ 31-35)
[3] «Εἰ θέ­λεις τέ­λει­ος εἶ­ναι, ὕ­πα­γε πώ­λη­σόν σου τὰ ὑ­πάρ­χον­τα καὶ δὸς πτω­χοῖς, καὶ ἕ­ξεις θη­σαυ­ρὸν ἐν οὐ­ρα­νῷ, καὶ δεῦ­ρο ἀ­κο­λο­ύ­θει μοι.» (Ματθ.-ΙΘ΄21)
[4] Χα­ρί­λα­ος Τζώ­γας, «Μο­να­χι­σμός», στο συλ­λο­γι­κό έρ­γο Θρη­σκευ­τι­κή και Η­θι­κή Εγ­κυ­κλο­παι­δεί­α, τ. 9, εκδ. Μαρ­τί­νος, Α­θή­ναι 1966, στήλ. 19.
[5] Cyril MangoΒΥΖΑΝΤΙΟ, Η Αυ­το­κρα­το­ρί­α της Νέ­ας Ρώ­μης, μτφρ. Τσουγ­κα­ρά­κης Δ., εκδ. ΜΙΕΤ, Α­θή­να 2000, σελ. 128.
[6] Μέ­γας Α­θα­νά­σιος, Βί­ος και πο­λι­τεί­α του Ο­σί­ου πα­τρός η­μών Αν­τω­νί­ου, Έλ­λη­νες Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας,  εκδ. «Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς» Θεσ­σα­λο­νί­κη 1976, σελ. 20.
[7] Βα­σι­λεί­ου Στε­φα­νί­δου, Εκ­κλη­σι­α­στι­κή Ι­στο­ρί­α, Α­π' αρ­χής μέ­χρι σή­με­ρον, εκδ. Πα­πα­δη­μη­τρί­ου <Α­θή­ναι 2000>, σελ. 153.
[8]  Χα­ρί­λα­ος Τζώ­γας, ό.π.. στήλη 19.
[9] Στο ί­διο στήλ. 20.
[10] Στε­φα­νος Ευ­θυ­μιά­δης, «Ο Βυ­ζαν­τι­νός θρη­σκευ­τι­κός βί­ος» στο Ευ­θυ­μιά­δης Σ, Κυρ­κί­νη-Κού­του­λα Α, Νι­κο­λού­δης Ν, Πέν­να Βα­σι­λι­κή, Δη­μό­σιος και Ι­δι­ω­τι­κός Βί­ος στην Ελ­λά­δα Ι: Απ΄την Αρ­χαι­ό­τη­τα έ­ως και τα Με­τα­βυ­ζαν­τι­νά Χρό­νια, τόμ. Β΄ (Δη­μό­σιος και Ι­δι­ω­τι­κός Βί­ος στον Βυ­ζαν­τι­νό και Με­τα­βυ­ζαν­τι­νό Κό­σμο), εκδ. ΕΑΠ, Πά­τρα 2001 σελ. 213.
[11] Βα­σι­λεί­ου Στε­φα­νί­δου, ό.π., σελ. 154.
[12] Στε­φα­νος Ευ­θυ­μιά­δης, ό.π., σελ. 230.
[13]  Χα­ρί­λα­ος Τζώ­γας, ό.π.. στ. 20.
[14] Στε­φα­νος Ευ­θυ­μιά­δης, ό.π., σελ. 231.
[15] Στο ί­διο, σελ. 238.
[16] Μέ­γας Α­θα­νά­σιος, ό.π., σελ. 18.
[17] Αυτές λέγονται «περιστατικές αποταγές» και γράφει περί αυτών ο Ιωάννης ο Σιναΐτης: «Ας μη κατακρίνουμε ούτε να αποστρεφόμαστε τις περιστατικές αποταγές. Διότι γνώρισα κάποιους λιποτάκτες, που φεύγοντας συνάντησαν συμπτωματικώς τον Βασιλέα την ώρα που ερχόταν, και αφού έγιναν δορυφόροι του, τον ακολούθησαν στο παλάτι και γευμάτισαν μαζί του» (Κλίμαξ, Α΄ 31).
[18] Cyril Mango, όπ.σελ. 129.
[19] Στε­φα­νος Ευ­θυ­μιά­δης, ό.π., σελ. 230.
[20] Στο ί­διο, σελ. 230-237.
[21] Στο ί­διο, σελ. 238-241.
[22] Στο ί­διο, σελ. 220.
[23] Στο ίδιο, σελ. 221.
[24] Σε Αιθιοπία, Αραβία, Αρμενία, Γεωργία και αρκετά αργότερα στην Ρωσία και γενικώς στην Ανατολική Ευρώπη.
[25] Cyril Mango, όπ.σελ. 129.
[26] Στο ίδιο, σελ.143.
[27] Βα­σι­λεί­ου Στε­φα­νί­δου, ό.π., σελ. 154
[28] Cyril Mango, όπ.σελ. 133. Και ο Βασ. Στεφανίδης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Συμεών ο Στυλίτης (†460) εφεύρε την κατά διεύθυνσιν κατακόρυφον απομάκρυνσιν από του κόσμου» (ό.π. σελ. 163).
[29] Βα­σι­λεί­ου Στε­φα­νί­δου, ό.π., σελ. 162.
[30] Στε­φα­νος Ευ­θυ­μιά­δης, ό.π., σελ. 239-240.
[31] Βα­σι­λεί­ου Στε­φα­νί­δου, ό.π., σελ. 162.
[32] Σήμερα στο Άγιο Όρος Λαύρα λέγεται το μεγαλύτερο Κοινόβιο. Οι συνοικισμοί κελιών γύρω από ένα Κυριακό κατά τα πρότυπα της λαύρας, ονομάζονται σκήτες.
[33] Cyril Mango, όπ.σελ. 133.
[34] Χα­ρί­λα­ος Τζώ­γας, ό.π.. στ. 23.
[35] Στε­φα­νος Ευ­θυ­μιά­δης, ό.π., σελ. 241-242.
[36] Βλ. σελ. 4-6 της παρούσης εργασίας.
[37] Cyril Mango, όπ.σελ. 132.
[38] Βα­σι­λεί­ου Στε­φα­νί­δου, ό.π., σελ. 161.
[39] Μεταξύ των άλλων και δια της αντιγραφής βιβλίων
[40] Cyril Mango, όπ.σελ. 140
[41] Στο ίδιο σελ. 131.
[42] Αυτό πρακτικώς απεδείχθη πολύ δύσκολο να εφαρμοσθεί.
[43] Hans-Georg BeckΗ Βυ­ζαν­τι­νή Χι­λι­ε­τί­α, μτφρ. Δ. Κούρ­το­βικ, εκδ. ΜΙΕΤ, Α­θή­να 2000, σελ. 297.
[44] Στε­φα­νος Ευ­θυ­μιά­δης, ό.π., σελ. 218.
[45] Hans-Georg Beck, ό.π.σελ. 311.
[46] Cyril Mango, όπ.σελ. 133.
[47] Hans-Georg Beck, ό.π.σελ. 304.
[48] Στο ίδιο 291-293.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου