Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

Ο μεγάλος γνωστός άγνωστος της ιστορίας

Την περασμένη Δευτέρα 29 Μαΐου είχαμε μια από τις σημαντικότερες ιστορικές επετείους που σημάδεψαν την ιστορία. Περίπου μισή χιλιετία πριν, στις 29 Μαΐου 1453, ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος έπεσε μαχόμενος στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού και οι Οθωμανοί Τούρκοι μπήκαν νικητές στην Κωνσταντινούπολη. Η επέτειος αυτή έχει αποτελέσει θύμα εθνικιστικής εκμετάλλευσης – προφανώς για διαφορετικούς λόγους – τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία. Εκείνο που προξενεί όμως ιδιαίτερη εντύπωση είναι μια γενική διαπίστωση: αν κανείς μπει στον κόπο να μελετήσει την ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας γρήγορα θα αναρωτηθεί: γιατί οι γενικές εντυπώσεις για τη βυζαντινή ιστορία – όχι μόνο αυτές των εθνικιστών – έχουν υπερισχύσει των σχετικών επιστημονικών διαπιστώσεων ή, μάλλον ειπείν, γιατί οι επιστημονικές διαπιστώσεις δεν έχουν κατορθώσει να μεταβάλλουν τη γενική εντύπωση για το Βυζάντιο; Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι τα πράγματα είναι ίσως χειρότερα. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι κρίσεις των ιστορικών συσκοτίζονται από ιδεοληψίες και προκαταλήψεις, ακόμα και πολιτικές προτιμήσεις άσχετες με την επιστημονική δεοντολογία. Αλήθεια, τι είναι εκείνο που καθιστά το Βυζάντιο τόσο διπρόσωπο; Γιατί η επιστημονική έρευνα πρέπει να είναι άσχετη με τις αντιλήψεις των πολλών πάνω στο Βυζάντιο; Γιατί οι προκαταλήψεις, ιδιαίτερα για το Βυζάντιο, είναι τόσο ισχυρές ώστε έχουν τη δύναμη να επηρεάζουν ακόμα και τους ειδικούς; Το πρόβλημα αποκτά εντυπωσιακές διαστάσεις αν αναλογιστεί κανείς ότι η βυζαντινή αυτοκρατορία διήρκεσε για σχεδόν 1000 χρόνια – φαινόμενο εξαιρετικά σπάνιο, αν όχι μοναδικό – και όμως, αν και η ύπαρξή της είναι βέβαια γνωστή, η ουσία της παραμένει εν πολλοίς άγνωστη. Στο άρθρο αυτό θα εξηγήσουμε γιατί νομίζουμε ότι συμβαίνει αυτό και θα δείξουμε ορισμένα παραδείγματα όπως και τον τρόπο με τον οποίο αυτά κατανοούνται και που προδίδει την προβληματική θεώρηση του Βυζαντίου.
Αν κανείς ανατρέξει σε ένα λεξικό θα δει ότι οι όροι ‘βυζαντινός’ και ‘βυζαντινισμός’ δεν περιγράφουν απλά οτιδήποτε σχετίζεται με τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι όροι χρησιμοποιούνται στα ελληνικά για να εκφράσουν την πολυπλοκότητα και την αυταρχικότητα, την προτίμηση για τις δολοπλοκίες, την κολακεία των ισχυρών και την απάτη και, τέλος, την ενασχόληση με πράγματα ανούσια. Ο Γιώργος Μπαμπινιώτης, στο περίφημο λεξικό του, αναφέρεται στη σημασία αυτή των όρων και θεωρεί πηγή τους τη γερμανική γλώσσα. Πράγματι, στη γλώσσα αυτή οι όροι κατανοούνται ακριβώς έτσι. Από τη Γερμανία του 19ου αι. άρχισε η καθιέρωση των όρων που επηρέασε και τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες.Περίπου με αυτή την έννοια χρησιμοποιούνται οι όροι και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες όπως στα γαλλικά και στα ισπανικά. Ιδιαίτερα στα ισπανικά υπάρχει ο όρος ‘βυζαντινή συζήτηση’ που σημαίνει μάλλον την ανεδαφική ανούσια συζήτηση που δείχνει υπέρμετρο ζήλο για ατέρμονες ανούσιες λεπτομέρειες. Μόνο στη γαλλική γλώσσα φαίνεται να συμβιώνει και μια θετική χρήση των όρων, καθώς αυτοί μπορούν να δηλώνουν το καλόγουστο και εκλεπτυσμένο στυλ. Όλα τα σχετικά λήμματα που μπορεί να εντοπίσει κανείς στο διαδίκτυο υπογραμμίζουν ότι η κατανόηση των όρων όπως περιγράφηκε εδώ έχει δεχθεί την ισχυρή κριτική των ειδικών που έχουν απορρίψει τις ερμηνείες αυτές. Τα σύγχρονα λεξικά, 150 χρόνια μετά τις γερμανικές στρεβλώσεις, συνεχίζουν να διατηρούν αυτές τις σημασιολογήσεις, γεγονός που οπωσδήποτε σημαίνει ότι οι όροι συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται με αυτές της σημασίες στις ημέρες μας ακόμα και στη χώρα μας.
Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι τα απλά εκλαϊκευμένα βιβλία που κυκλοφορούν στην Ευρώπη – της χώρας μας συμπεριλαμβανομένης – ακόμα και τα επιστημονικά έργα μη ιστορικών, όπως οικονομολόγων, πολιτικών επιστημόνων, κοινωνιολόγων, φιλοσόφων κ.λπ. καταλαβαίνουν το Βυζάντιο με τους παραπάνω όρους. Ακόμα και οι ίδιοι οι ειδικοί επηρεάστηκαν στο παρελθόν ή συνεχίζουν να επηρεάζονται από την περιρρέουσα. Αυτή την περιρρέουσα μπορούμε να περιγράψουμε με δύο όρους. Η κατανόηση της ιστορίας του Βυζαντίου είναι αναδρομική και πολιτική. Είναι αναδρομική γιατί τα μεταγενέστερα γεγονότα νοηματοδοτούν την ιστορία και όχι το αντίθετο.  Είναι πολιτική γιατί η σύγχρονη πολιτική υπαγορεύει και επιβάλλει, ως ένα βαθμό, τις σχετικές αναγνώσεις της ιστορίας. Για παράδειγμα, οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούν τον όρο ‘ρωμαϊκή αυτοκρατορία’, όχι μόνο για την ομώνυμη αυτοκρατορία της αρχαιότητας αλλά και για τη μεσαιωνική αυτοκρατορία των Φράγκων των αρχών του 9ου αι. και, πολύ περισσότερο, για την αγία ρωμαϊκή αυτοκρατορία που ίδρυσε η γερμανική-σαξωνική δυναστεία στα μέσα του 10ου αι. και διαλύθηκε μόλις στις αρχές του 19ου. Τον όρο αυτό όμως δεν διανοούνται να χρησιμοποιήσουν για το Βυζάντιο, αν και αυτό αποτέλεσε αδιάπτωτη συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας της αρχαιότητας ως τις 29 Μαΐου του 1453. Η προτίμηση αυτή στη χρήση των όρων δεν αποτελεί επιστημονική αλλά πολιτική επιλογή. Ας μας επιτραπεί να δώσουμε μερικά περαιτέρω παραδείγματα.
Η διαπραγμάτευση της βυζαντινής ιστορίας τονίζει με τρόπο επιτακτικό και έντονο τη διοικητική διαίρεση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε ανατολική και δυτική. Η διαίρεση αυτή αποτέλεσε οπωσδήποτε, με κάποιες διακοπές, πολιτική πραγματικότητα του 4ου αι. και κυρίως του 5ου ως την πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους στην κυριαρχία των Γότθων στα τέλη του αιώνα αυτού. Οι πολιτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πραγματικότητας αυτής είχαν τεράστια διάρκεια και συνέτειναν σε μεγάλο βαθμό σε μια διττή, ανατολική και δυτική, κατανόηση της Ευρώπης. Ποια ήταν όμως η πραγματικότητα που συνέτεινε στην εξέλιξη αυτή; Η διοικητική διαίρεση της αυτοκρατορίας από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες ή η κατάληψη του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας από τους Γότθους; Ασφαλώς το δεύτερο. Τότε γιατί υπερτονίζεται τόσο η εσωτερική διοικητική διαίρεση; Τι εξυπηρετεί; Εξυπηρετεί στο να δείξει ότι η Ανατολή ήταν ανέκαθεν διαφορετική από τη Δύση, επειδή αυτό δείχνει να ισχύσει σήμερα. Αυτό το ιδεολόγημα θα συνδυαστεί και με άλλα μεταγενέστερα ιστορικά στοιχεία και θα εξυπηρετήσει τελικά τη σύγχρονη κατανόηση της ρωμαιοκαθολικής/προτεσταντικής χριστιανικής Δύσης ως θεμελιωδώς διακριτής – και υπεροχικής – της ορθόδοξης χριστιανικής και μουσουλμανικής Ανατολής.
Η διοικητική διαίρεση της αυτοκρατορίας αποσκοπεί επίσης στο να δείξει ότι η Ανατολή εξελίχθηκε πάντοτε αυτόνομα, πράγμα που επέτεινε η πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους στους Γότθους. Ο αυτόνομος αυτός τρόπος αποκαλείται ‘βυζαντινός’. Ο τρόπος αυτός τονίζεται περισσότερο από τη χρονολογία που θεωρείται στη δυτική Ευρώπη – ακόμα και από τους ειδικούς! – ως ορόσημο για την ίδρυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η χρονολογία αυτή υιοθετείται και από τους Έλληνες ιστορικούς που την έχουν ενσωματώσει στην ύλη του μαθήματος της ιστορίας στην Α΄ και τη Β΄ Λυκείου. Πρόκειται για το έτος 565. Τι συνέβη το έτος εκείνο; Ποια ήταν η ληξιαρχική πράξη θανάτου της ρωμαϊκής και αντίστοιχα η ληξιαρχική πράξη γέννησης της βυζαντινής αυτοκρατορίας; Το έτος εκείνο πέθανε ο περίφημος αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ ο Μέγας, ο ‘τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας’, και τον διαδέχθηκε ο μάλλον άγνωστος και άσημος ανιψιός του Ιουστίνος Β΄, ο οποίος ‘ανήκει ολοκληρωτικά’ όπως διαβάζουμε σε εγχειρίδια εκλαϊκευτικής βυζαντινής ιστορίας ‘στη βυζαντινή αυτοκρατορία’. Αν ερευνήσουμε το πράγμα ιστορικά θα δούμε όμως με έκπληξη ότι ο ίδιος ο Ιουστίνος όπως και οι διάδοχοί του ως τις 29 Μαΐου 1453 συνέχιζαν να θεωρούν τους εαυτούς τους Ρωμαίους αυτοκράτορες και το κράτος τους ρωμαϊκό. Η γενική αντίληψη αγνοεί πλήρως την πραγματικότητα αυτή και την απορρίπτει. Ακόμα και οι ειδικοί την παραβλέπουν επιμένοντας ότι, μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού, η αυτοκρατορία της Ανατολής έχασε σταδιακά τα εδάφη της στη Δύση, εξελληνίστηκε πολιτιστικά και γλωσσικά – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο εξελληνισμός της σχετιζόταν με την κλασική κληρονομιά – και απώλεσε τη ρωμαϊκή της ταυτότητα. Ασφαλώς οι άνθρωποι της εποχής δεν κοιμήθηκαν Ρωμαίοι και ξύπνησαν Βυζαντινοί. Αντίθετα το ρωμαϊκό κράτος επέζησε στην Ανατολή, πράγματι εξελληνίστηκε σε μεγάλο βαθμό και μεταρρυθμίστηκε, όπως κάνει κάθε ζωντανός οργανισμός, αλλά δεν απεμπόλησε τη ρωμαϊκή κληρονομιά του την οποία διατήρησε στην πίστη των ανθρώπων ότι η Δύση αποτελούσε ‘το σεβαστόν της αρχής μέρος’, από το οποίο οι αυτοκράτορες αρνήθηκαν πεισματικά να απαγκιστρωθούν ως το 1071 (και όχι βέβαια τον 5ο αι.), στον ρόλο του δήμου της πρωτεύουσας, στη λειτουργία της συγκλήτου, στην ιδεολογία των αυτοκρατόρων, στη σχέση τους με τον στρατό, στο αποκεντρωτικό διοικητικό και οικονομικό σύστημα της αυτοκρατορίας και τόσα άλλα. Οι ‘Βυζαντινοί’ ή, μάλλον ειπείν, οι Ρωμαίοι επέδειξαν μάλιστα φοβερή λατρεία και αφοσίωση στο πνεύμα των αρχαίων κλασικών, τους οποίους διατήρησαν, μελέτησαν και προστάτευσαν και πάνω στους οποίους θεμελίωσαν την άρθρωση της πίστης τους, στο θαυμαστό οικοδόμημα της θεολογίας των λεγομένων ‘Ελλήνων Πατέρων’. Για ποιο λόγο λοιπόν υποστηρίζουμε, ακόμα και σήμερα, ακόμα και οι ειδικοί, μια τόσο εξόφθαλμη βλακώδη αντίληψη, έστω και με επιστημονικοφανή τρόπο; Η επιλογή είναι και πάλι προφανώς πολιτική. Θεωρεί το Βυζάντιο κάτι μη ρωμαϊκό, άρα τη μεσαιωνική Δύση και τις αντίστοιχες ‘ρωμαϊκές της αυτοκρατορίες’ πιο ‘ρωμαϊκές’ από αυτή της Ανατολής, οπότε η Δύση θα έχει ιστορικά θεμελιωμένο δικαίωμα στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και την ελληνορωμαϊκή κληρομομιά, στην οποία βασίστηκε η Ευρώπη της νεωτερικότητας και ζηλότυπα κράτησε, αρνούμενη αντίστοιχο δικαίωμα σε οποιονδήποτε ανατολικό άνθρωπο που, καταγόμενος από το Βυζάντιο, έχασε την επαφή με την κληρονομιά αυτή. Έτσι, η θεωρία της Δύσης του Καρλομάγνου που υποστήριξαν διανοούμενοι του βεληνεκούς ενός Ουμπέρτο Έκο ή η αντίληψη για τη σύγκρουση των πολιτισμών του Σάμιουελ Χάντινγκτον, που κατατάσσει την Ελλάδα και τον πολιτισμό της έξω από τη Δύση στον Σλαβορθόδοξο κόσμο που κληρονόμησε το αλλότριο Βυζάντιο, προκύπτουν μάλλον αβίαστα και πολύ βολικά.
Το φοβερό χάσμα μεταξύ των δύο κόσμων αποκτά ακόμη βαθύτερες διαστάσεις με μια ακόμη συνηθισμένη πρόταση που δείχνει τη ‘βυζαντινή αλλοτρίωση’. Είναι το γεγονός ότι η Εκκλησία ενισχύθηκε ως θεσμός, ήδη από τους ‘τελευταίους Ρωμαίους’, ώστε το κράτος κατέληξε να γίνει θεοκρατικό με τους πρώτους ‘Βυζαντινούς αυτοκράτορες’. Θεοκρατικό όμως ονομάζεται ένα κράτος στο οποίο την ανώτατη εξουσία ασκεί ο κλήρος, ή στο οποίο στο πρόσωπο του ανωτάτου άρχοντα συμπίπτει η υπέρτατη πολιτική με την υπέρτατη θρησκευτική εξουσία, και στο οποίο πάντως η θρησκευτική νομοθεσία δεν διακρίνεται από την εκκλησιαστική. Εδώ υπάρχει και ένα ενδιαφέρον οξύμωρο: το Βυζάντιο κατηγορήθηκε ταυτόχρονα για καισαροπαπισμό, πλήρη δηλαδή επικράτηση της κοσμικής εξουσίας πάνω στην αντίστοιχη εκκλησιαστική, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι οι αυτοκράτορες διόριζαν τους επισκόπους του κράτους, ή αποσπούσαν επαρχίες από μια εκκλησιαστική διοίκηση, προσαρτώντας τις σε άλλη, ή ίδρυαν και έπαυαν εκκλησιαστικές διοικήσεις. Άρα η σύγχρονη ιστοριογραφία δεν έχει ακόμα αποφανθεί: θεοκρατία ή, το ακριβώς αντίθετο, καισαροπαπισμός; Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία του Μεσαίωνα η ανώτατη εξουσία δεν ασκείτο από τον πατριάρχη, αλλά από τον αυτοκράτορα. Παρά την ιερότητα του αυτοκρατορικού προσώπου, ποτέ δεν θεωρήθηκε ότι υπάρχει κληρικός ανώτερος από τον επίσκοπο. Υπάρχει η περίφημη απόπειρα του Κωνσταντίνου Ε΄  να γίνει αποδεκτός ως ‘βασιλεύς και ιερεύς’ για να επιβάλλει την εικονομαχική του πολιτική, αλλά η ιδέα του απορρίφθηκε. Η κρατική νομοθεσία, παρά τις ομοιότητες, έμεινε τελικά διακριτή από την αντίστοιχη εκκλησιαστική ώστε υπήρξαν θεολόγοι που κατέκριναν την κοσμική νομοθεσία ως αποκλίνουσα από την πίστη της Εκκλησίας. Οι αυτοκράτορες διοικούσαν σε μεγάλο βαθμό την Εκκλησία, αλλά ουκ ολίγες φορές συγκρούστηκαν με αυτή μόνο για να ηττηθούν κατά κράτους με τρόπο ταπεινωτικό. Μπορεί να θεωρείται ‘ρωμαϊκό’ φαινόμενο ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων που απαγόρευσε την είσοδο στον ναό στον Θεοδόσιο Α΄ τον Μέγα, αλλά τότε τι είναι ο Πολύευκτος Κωνσταντινουπόλεως που αρνήθηκε να στέψει αυτοκράτορα τον Ιωάννη Α΄ Τσιμσκή όσο θεωρούνταν ύποπτος για εμπλοκή στον φόνο του προκατόχου του; Τι ήταν το Βυζάντιο τελικά; Θεοκρατία ή καισαροπαπισμός; Τίποτε από τα δύο. Ήταν απλώς η ρωμαϊκή πολιτεία, στα πλαίσια της οποίας, κατά παράδοση, ο αυτοκράτορας ασκούσε την υπέρτατη εξουσία, αλλά μέσα στά πλαίσια ελέγχου άλλων θεσμών, εν οις η Εκκλησία (μαζί με τον στρατό, τη σύγκλητο, τον δήμο κ.λπ.) Η στρέβλωση έχει και πάλι μη ιστορικό κίνητρο. Τόσο η θεοκρατία όσο και ο καισαροπαπισμός θεωρούνται χαρακτηριστικά του Μεσαίωνα, όπου εκτυλίχθηκε η φοβερή σύγκρουση πάπα και Γερμανού αυτοκράτορα που έμεινε γνωστή ως ‘αγώνας για την περιβολή’. Το Βυζάντιο πρέπει να προσαρμοστεί στανικά στους όρους του δυτικού Μεσαίωνα. Μόνο έτσι θα δειχθεί ότι η Δύση ξεπέρασε τον Μεσαίωνα, με την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, με τον χωρισμό Εκκλησίας και κράτους και την ανεξιθρησκία, οπότε η Ανατολή, που στερείται τέτοιων φαινομένων, έμεινε προσκολλημένη στη θεοκρατία – σύμφωνα με τον Ράνσιμαν, τον, κατά τα άλλα, εξαίρετο Βυζαντινολόγο – ή στον καισαροπαπισμό – σύμφωνα με τον πολύ Χάντινγκτον.
Το γεγονός όμως που στερέωσε όσο κανένα το προαναφερθέν χάσμα ήταν εξάπαντος το σχίσμα των Εκκλησιών του 1054. Η ιστοριογραφία μάλιστα αρέσκεται στο να εντοπίζει και προγενέστερα σχίσματα, ήδη από τον 2ο αι. με την έριδα του Πάσχα. Αν και η Εκκλησία πάντοτε ξεπέρασε τις όποιες διαφωνίες, η σημερινή ιστοριογραφία τις αξιολογεί αναδρομικά: σχίσμα το σχίσμα φθάσαμε φυσικά και αβίαστα στο Μέγα Σχίσμα του 1054. Το γεγονός ότι κάθε ένα από αυτά τα ‘σχίσματα’ είχε διαφορετικές αιτίες, εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε για διαφορετικούς λόγους, όπως και το γεγονός ότι η Εκκλησία ενωνόταν γύρω από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία προφανώς για ιστορικούς λόγους εξέλιπαν μόλις στις αρχές του 11ου αι., δεν αξιολογείται καθόλου. Είναι στη διαφορετική ουσία Ανατολής και Δύσης που εντοπίζεται κάθε φορά η αιτία. Αν για παράδειγμα συμβεί σήμερα ένα σχίσμα μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Μόσχας θα αρχίσουμε να αξιολογούμε υπό αυτό το πρίσμα όλες τις παρόμοιες διαφωνίες ήδη από τον 10ο αι. και θα τις αποδώσουμε στη διαφορετική ουσία Ελλήνων και Ρώσων. Η αναδρομική όμως κατανόηση των γεγονότων δεν είναι καθόλου ιστορική. Είναι, όπως προαναφέρθηκε, μάλλον πολιτική.
Για ποιο λόγο όμως συμβαίνουν όλα αυτά; Τι συμβαίνει; Η Δύση μισεί την Ανατολή και προσπαθεί να την εξοβελίσει; Υπάρχουν κάποια αόρατα ξένα κέντρα που κατευθύνουν τα νήματα όχι μόνο της ιστορίας, αλλά ακόμη και της κατανόησής της, που θέλουν την απομείωση και υποβάθμιση του Βυζαντίου; Νομίζουμε πως όχι. Η ιστοριογραφία, εγχώρια και ξένη, έχει δείξει θαυμαστή προσπάθεια να κατανοήσει την ιστορία και να ανατρέψει τα στεγανά. Φαίνεται όμως πως το Βυζάντιο παραμένει λαμπρό στάδιο δόξης για νέες προτάσεις και ανατρεπτικές κατανοήσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί πολύ απλά οι Ευρωπαίοι – οι δυτικοί εν γένει – είναι σε μεγάλο βαθμό, όπως όλοι μας, δέσμιοι τους παρελθόντος τους. Φορούν τα ευρωπαϊκής κατασκευής γυαλιά τους για να ερευνήσουν τον κόσμο γύρω τους. Άλλοτε ηθελημένα και άλλοτε αθέλητα (τη δεύτερη περίπτωση νομίζω ότι πρέπει να αποδώσουμε στους περισσότερους, αν και όχι όλους, επιστήμονες) στρεβλώνουν τα γεγονότα, βασισμένοι σε υπαρκτές ή φανταστικές ομοιότητες, και τα προσαρμόζουν στανικά στα δικά τους δεδομένα. Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε ‘οριενταλισμός’. Αν αυτό συνδυαστεί τόσο με τη δυσκολία παραδοχής ότι ο άλλος είναι καλύτερος από τον εαυτό όσο και με την έμφυτη τάση να θεωρείται ο νεωτερικός εαυτός ανώτερος των μη νεωτερικών άλλων, αποδεικνύεται ότι παρά τις καλές προθέσεις της, η ιστοριογραφία έχει πολύ δρόμο να διανύσει ακόμα. Η γενική αντίληψη, πολύ περισσότερο, θα συνεχίσει να κοιμάται για δεκατίες.
Για περεταίρω μελέτη:
Όποιος ενδιαφέρεται να μελετήσει μια εισαγωγή στη βυζαντινή ιστορία νομίζουμε ότι μπορεί να αρχίσει από το έργο της Judith Herrin, Τι είναι το Βυζάντιο που μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, ή το αντίστοιχο έργο της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Για μια βαθύτερη, ποιοτικότερη, αν και πάντα εισαγωγική, ανάγνωση προτείνω ανεπιφύλακτα το έργο του Hans Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας και είναι φρονώ αναντικατάστατο. Για μια εισαγωγή στον βυζαντινό πολιτισμό, πιο συγκεκριμένα, νομίζω ότι ο αναγνώστης θα βοηθηθεί αρκετά από το κείμενο του Steven Runciman, Ο Βυζαντινός Πολιτισμός που επίσης έχει μεταφραστεί και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.  Για μια σύντομη θεώρηση ολόκληρης της ιστορικής πορείας του Βυζαντίου προτείνω το συλλογικό έργο που επιμελήθηκε ο πολύς Cyril Mango, Ιστορία του Βυζαντίου, εκδόθηκε πρωτοτύπως στα αγγλικά από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, μεταφράστηκε ήδη και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νεφέλη. Νομίζω όμως ότι όποιος έχει τον χρόνο ή την όρεξη θα πρέπει να ασχοληθεί με τη μελέτη του παλαιού αλλά και, μέχρι τώρα, καλύτερου σχετικού έργου του Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά εδώ και δεκαετίες και έχει γνωρίσει αρκετές επανεκδόσεις. Στη σημερινή μορφή του κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Στην αιχμή της σημερινής αναθεωρητικής τάσης για το Βυζάντιο βρίσκεται ο Αντώνης Καλδέλλης με τα έργα του The Byzantine Republic και Hellenism in Byzantiumπου κυκλοφορούν από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις του Χάρβαρντ το πρώτο και του Καίμπριτζ το δεύτερο και δυστυχώς δεν έχουν μεταφραστεί ακόμα στα ελληνικά. Ειδικά για τη χθεσινή επέτειο καλύτερο παραμένει το κλασικό και μοναδικά γλαφυρό έργο του Steven Runciman, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, 1453, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδήμα. Επειδή αναφέρθηκε στο άρθρο ο ‘οριενταλισμός’ παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο περίφημο έργο του Edward Said, Oριενταλισμός που έχει μεταφραστεί και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη. Αντίστοιχο έργο στα ελληνικά με ιδιαίτερη αναφορά στο Βυζάντιο είναι το εκρηκτικό, όσο και πολεμικό, κείμενο του π. Ιωάννη Ρωμανίδη, ΡωμηοσύνηΡωμανίαΡούμελη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πουρναρά (Θεσσαλονίκης).
Λάμπρος Αναστ. Ψωμάς
Εκπαιδευτικός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου