Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

Η Επιρροή του Παράγοντα της Θρησκείας στην «Βυζαντινή» Αυτοκρατορία Photios




ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο θρησκευτικός παράγοντας ασκούσε πολύ σημαντικότερη επιρροή στις αν­θρώ­πινες κοινωνίες των παλαιοτέρων εποχών απ’ ότι στις σημερινές. Και πολύ εύ­λο­γα, αν λάβει κανείς υπόψη του το πόσο πιο ευάλωτες απ’ τις σημερινές ήταν οι  κοι­νω­νίες αυτές στις επιδημίες, τις επιδρομές και τις φυσικές καταστροφές. Το κλίμα της α­βε­βαιότητας, της ανασφάλειας και η αμεσότερη επαφή των ανθρώπων με την έν­νοια του θανάτου, ευνόησαν την αναζήτηση ασφάλειας στην έννοια της μετά θά­να­τον ζωής και συνεπώς στην έννοια της θρησκείας. Ο Χριστιανισμός προσέφερε περισ­σό­τερα από αυτό στην Κοινωνία της ύστερης αρχαιότητας. Προσέφερε αυτά τα ιδα­νι­κά και τις αξίες που είχε ακριβώς ανάγκη για να αναζωογονηθεί. Το αποτέλεσμα ήταν η υπερχιλιετής «Βυζαντινή» Αυτοκρατορία, δηλαδή η εκχριστιανισμένη Ρωμαϊκή Αυ­το­κρατορία, η Ρωμανία.

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η μετεξέλιξη της Ρωμαϊκής Αυτο­κρατορίας σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε «Βυζαντινή», έγινε με τρόπο ανεπαίσθητο και μοναδικό. Ανεπαίσθητο, με την έννοια του ότι κανείς από τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας δεν θεώρησε ότι αλλάζει το κράτος του οποίου μέχρι τότε ήταν πολίτης. Είχαν μέχρι τέλους την αίσθηση ότι είναι Ρωμαίοι πολίτες. Αυτό που είχε αλλάξει ήταν η θέση του Χριστιανισμού μέσα στην Αυτοκρατορία. Από μία κατάσταση παρανομίας και διωγμού, βρέθηκε ως η κυρίαρχη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους. Μοναδικό διότι παρόμοια μετεξέλιξη δεν έχει καταγραφεί ξανά από την Ιστορία. Δεν έγινε λ.χ. όπως η μετεξέλιξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο κράτος της Τουρκίας, ούτε όπως η μετάβαση από την Ε.Σ.Σ.Δ. στην Κ.Α.Κ.[1] Δεν έγινε καμία επίσημη διακήρυξη που να σημάνει την κατάργηση μιας κρατικής οντότητας και την δημιουργία μιας άλλης στην θέση της. Αυτό που έγινε ήταν ότι το ίδιο κράτος, με τους ίδιους βασικούς θεσμούς και στην ίδια έκταση υιοθετεί νέες πολιτικές για την αναγέννησή του. Έτσι, η παύση των διωγμών κατά των Χριστιανών και η υποστήριξη του Χριστιανισμού από το Ρωμαϊκό κράτος, σε συνδυασμό με την μεταφορά της Πρωτεύουσας από την Ρώμη στην Νέα Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, πρόσθεσαν στη ζωή της Αυτοκρατορίας πάνω από δέκα αιώνες.  Από αυτό φαίνεται πόσο ισχυρή επίδραση άσκησε ο Χριστιανισμός στην Αυτοκρατορία.

Α. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
ΤΗΣ «ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ» ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

            Η θρησκεία, ο Χριστιανισμός, άσκησε βαθύτατη επιρροή σε όλες τις εκφάν­σεις της «Βυζαντινής» Αυτοκρατορίας, στους θεσμούς άσκησης εξουσίας, στην κα­θημερινή ζωή και στον τρόπο καλλιτεχνικής εκφράσεως των υπηκόων της. Αυτό που ήταν το πιο σημαντικό, ήταν η επίδραση που άσκησε στην Αυτοκρατορική ιδέα. Την αν­τίληψη που είχαν, τόσο οι απλοί υπήκοοι, όσο και οι άνθρωποι της εξουσίας αλλά και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας για τον θεσμό αυτό.

1. Στούς θεσμούς της Αυτοκρατορίας
Η ίδια η σύσταση αυτής που καλείται «Βυζαντινή» Αυτοκρατορία βασίζεται στην θρησκευτική πεποίθηση ότι αυτή αποτελεί το επίγειο αντίγραφο της επουρανίου βασιλείας του Θεού.  Όπως ο Θεός βασιλεύει στους ουρανούς, έτσι και ο Αυτο­κρά­τορας ως εικόνα του Θεού πρέπει να βασιλεύει στη γη και να εκτελεί τις εντολές του.[2]

            Από την Ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως, άρχισε να διαφαίνεται η νέα κα­τά­σταση που εγκαθιδρύοταν. Ο Καθεδρικός Ναός της Αγίας Ειρήνης και η κα­τοι­κία του Επισκόπου κτίστηκαν κοντά στο Ανάκτορο. Αυτό σήμαινε ότι η Εκκλησία και η Αυ­τοκρατορική εξουσία αποτελούσαν ισότιμους παράγοντες σχετικά με την διασφάλιση του Χριστιανικού Πνεύματος και την διευθέτηση των ανθρωπίνων υποθέσεων[3].

            Διαμορφώθηκε σύντομα η Αυτοκρατορική ιδέα του Βυζαντίου[4], δηλ. η αντί­λη­ψη ότι στην Οικουμένη υπάρχει μία και μοναδική Αυτοκρατορία και ένας μόνο Αυ­­τοκράτορας. Οι άλλοι ηγεμόνες θεωρούνται συγγενείς του Αυτοκράτορα και δεν έχουν τον τίτλο του Βασιλέως ή του Αυτοκράτορα[5]. Ο Αυτοκράτορας εθεωρείτο ως ο Τοποτηρητής του Θεού στη Γη, πιστός εν Χριστώ Βασιλεύς, εγγυητής της ενότητας της Εκκλησίας[6] και εγγυητής του «αήττητου» της Αυτοκρατορίας[7]. Η εκλογή του ήταν αποκάλυψη του θείου θελήματος και γινόταν ειδική τελετή στέψεως του Αυ­τοκράτορα από τον Πατριάρχη.[8] Όμως η εξουσία δεν ήταν απόλυτη και ανεξέλεγκτη. Είχε την ηθική υποχρέωση να εφαρμόσει το θέλημα του Θεού και να ενεργεί «κατά μίμησιν Του» διεπόμενος από φιλανθρωπίαν[9]. Επίσης (όπως κατέστησε σαφές η ήττα των εικονομάχων) δεν είχε εξουσία να αποφαίνεται για δογματικά ζητήματα, τα οποία ήταν υπόθεση αποκλειστικώς των Επισκόπων συνερχομένων σε Σύνοδο.[10]

            Ακόμη, αν και ο  Αυτοκράτορας εθεωρείτο ως ο έμψυχος  νόμος, ο απε­στα­λμέ­νος του Θεού,[11] όφειλε να υπάκούει στους νόμους δίδοντας το καλό παράδειγμα στους υπηκόους, ακριβώς διότι έπρεπε να ενεργεί ως εγγυητής της αρμονίας[12]. Η ρωμαϊκή Νομοθεσία δεχόμενη την ευεργετική επίδραση του Χριστιανισμού έγινε φιλανθρωπότερη[13]. Οι κωδικοποιήσεις των νόμων και ο εκσυγχρονισμός του ρωμα­ϊκού δικαίου που κατά περιόδους γίνονταν, διέπονταν από πνεύμα κοινωνικής δικαι­ο­σύνης και βελτιώσεως της θέσεως των αδυνάτων (γυναικών, δούλων κ.λπ.).[14]

2. Στην καθημερινή ζωή των «Βυζαντινών»
Οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας μάθαιναν τα πρώτα γράμματα, πολλές φορές, κον­τά σε κληρικούς. Στην βασική παιδεία συμπεριλαμβανόταν η ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης[15], ενώ από τον 8ο αιώνα εμφανίζεται και μία Γραμματική (του Γεωργίου Χοιροβοσκού) με βάση το Ψαλτήρι[16]. Όλοι είχαν κάποιους συγγενείς κλη­­ρικούς ή Μοναχούς. Οι Μοναχοί θεωρούνταν κατ’ εξοχήν σεβαστά πρόσωπα. Περι­­ερχόμενοι τα διάφορα σπίτια διαμόρφωναν σε μεγάλο βαθμό την κοινή γνώμη της εποχής[17].

Οι πιστοί είχαν ως πρότυπά τους βίους Αγίων τους οποίους μελετούσαν συ­στη­μα­τι­κά. Η ζωή τους ήταν συνδεδεμένη με την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Και η Εκκλησία εί­χε αναλάβει αποκλειστικώς το έργο της φιλανθρωπίας και των κοι­νωνικών υπηρεσιών. Συν­τη­ρούσε νοσοκομεία, γηροκομεία και δημοτικά σχολεία[18]. Η Εκκλησία μπορούσε να επι­βάλει την ποινή του αφορισμού (απο­κλει­σμού από την εκ­κλησιαστική κοινωνία και τα μυστήρια) σε όσους κήρυτταν αιρέσεις ή είχαν σκαν­δα­λώδη συμπεριφορά. Το κράτος μπο­ρού­σε να επιβάλει ποινές (συχνά εξορία) στους αιρετικούς[19], μέσα στα πλαίσια της υπο­χρε­ώσεως του Αυτοκράτορα και της πολιτείας για την διαφύλαξη της ενότητας της Εκκλησίας.

Η μέριμνα για την προστασία της Ορθοδοξίας εκ μέρους τους κράτους οφειλόταν στην προσπάθεια ελέγχου των φυγόκεντρων δυνάμεων που αναπτυσ­σό­ντου­σαν δια των δογματικών αποκλίσεων[20]. Δεν ήταν υποχρεωμένος κάποιος να είναι Ορθόδοξος αλλά τα κίνητρα που είχε για να είναι (και τα αντικίνητρα  για να μην είναι) ήταν τόσο ισχυρά ώστε το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Θανατική ποινή επιβαλ­λόταν μόνο στους Μανιχαίους, διότι εθεωρούντο εκτός από αιρετικοί και (μάλλον εσφαλμένως) πράκτορες του εχθρού (των Περσών)[21].

3. Στις Τέχνες
Τόσο μεγάλη ήταν η επίδραση της θρησκείας στις Τέχνες του Βυζαντίου ώστε είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς κάποιο μη θρησκευτικού περιεχομένου έργο της Βυζαντινής τέχνης. Η τέχνη χρησιμοποιήθηκε σαν ένας εύληπτος τρόπος διδασκαλίας των δογμάτων του Χριστιανισμού.[22]

Στην Αρχιτεκτονική, οι Ναοί έλαβαν την μορφή της μικρογραφίας του σύμ­παν­τος, όπου ο τρούλος επέχει την θέση του Ουρανού. Στην Γλυπτική τα ολόγλυφα γλυπτά απα­γο­ρεύ­θηκαν (και μάλιστα μετά την περίοδο της εικονομαχίας) και δόθηκε προτίμηση στα α­νά­γλυ­φα. Στην Μουσική ο μονοφωνικός της χαρακτήρας και η σεμνότητά της, την κατέστησαν την καταλληλότερη επένδυση για τον σωστό χρωματισμό και την κατανόηση των πλούσιων σε δογματικά στοιχεία Ποιητικών Έργων. Η Βυζαντινή Ζωγραφική μας άφησε απαράμιλλα δεί­γματα ψηφιδωτών, τοιχογραφιών και φορητών εικόνων, όπου ο νατουραλισμός έδωσε τη θέση του στην αφαίρεση η οποία προσέδωσε στην τέχνη αυτή έναν υπερβατικό χαρακτήρα.[23]

Και η Λογοτεχνία κατά ένα μεγάλο ποσοστό έχει θρησκευτικό χαρακτήρα[24]. Λό­γοι, Βίοι Αγίων, απολογητικά και αντιρρητικά έργα, Κανόνες, Κοντάκια, τρο­φοδοτούσαν την έντονη θρησκευτικότητα του «Βυζαντινού» υπηκόου.


Β. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ «ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ» ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΛΑΟΥΣ
Η διάδοση της Ορθοδοξίας στους άλλους λαούς θεωρήθηκε πρώτιστο κα­θή­κον του Αυτοκράτορα, αλλά ταυτόχρονα και πολύ χρήσιμο εργαλείο άσκησης εξω­τε­ρ­ι­κής πολιτικής. Οι διάφοροι λαοί ασπαζόμενοι την Ορθοδοξία εντάσσονταν στην σφαί­ρα επιρροής της Αυτοκρατορίας και ήταν συνήθως φίλοι και σύμμαχοί της. Οι «Βυ­ζαντινοί» Ιεραπόστολοι έφθασαν μέχρι την Κεντρική Ευρώπη (Μοραβία) τον Καύ­κασο τις στέπες της Μαύρης Θάλασσας, την Αιθιοπία και τη Σαχάρα. Με­τέ­φρα­ζαν την Αγία Γραφή στις γλώσσες των νεοφωτίστων. Οι πρώτοι Επίσκοποι των χω­ρών αυτών ήταν Ρωμαίοι ή φιλικά προσκείμενοι προς τους Ρωμαίους («Βυζα­ντι­νούς») και συμμετείχαν στα αρχηγικά συμβούλια, ενώ η εκπαίδευση των νεοφωτί­στων λαών εξαρτιόταν άμεσα από τον κλήρο. [25]

Αντίθετα, οι λαοί της Αυτοκρατορίας ασπαζόμενοι αιρέσεις, ανέπτυσσαν απο­σχιστικές τάσεις από αυτήν. Η θρησκευτική διαφοροποίηση ευνοούσε την πολιτική και το αντίστροφο.

Στη συνέχεια θα δούμε πώς η θρησκεία επέδρασε στις σχέσεις του Βυζαντίου με τους εξ Ανατολών, Βορρά και (κυρίως) Δύσεως γείτονές του.

1. Με τους Ανατολικούς λαούς.
Οι Ίβηρες  και οι Αρμένιοι είχαν δεχθεί τον Χριστιανισμό πριν από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οι Αρμένιοι τελικά ακολούθησαν τον Μονοφυσιτισμό. Οι Ίβηρες (Γεωργιανοί) παρέμειναν Ορθόδοξοι και πιστοί φίλοι της Αυτοκρατορίας, παρ’ ότι ήταν συγγενείς με τους Πέρσες.

Ο Χριστιανισμός ήταν η θρησκεία της Αυτοκρατορίας και οι Χριστιανοί της Περσίας αντιμετωπίζονταν ως προδότες. Όμως εύκολα δέχθηκαν στην Περσική Επικράτεια τους Νεστοριανούς, διότι απέκλιναν από το Ορθόδοξο δόγμα. Οι «Βυζαντινοί» φρόντισαν να διαδώσουν την Ορθοδοξία στην Αιθιοπία αλλά και στους  Αλανούς του Καυκάσου και να τους καταστήσουν συμμάχους.

Η υιοθέτηση όμως του δόγματος του Μονοφυσιτισμού από συμπαγείς πληθυσμούς της Αιγύπτου, Συρίας και Παλαιστίνης, ευνόησε την απόσπασή τους από την Αυτοκρατορία και την εύκολη υποταγή τους στους Άραβες. Οι Ορθόδοξοι όμως κάτοικοι των περιοχών παρέμειναν γνωστοί ως Ρωμαίοι, οι οποίοι αναγνώριζαν ως αρ­χηγό τους τον Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη και εκπροσωπούνταν στις αρα­βικές αρχές των κατακτητών από τους εκκλησιαστικούς τους ηγέτες. Η Ορθόδοξη εκκλησιαστική ιεραρχία κατέστη εθναρχία των υποδούλων Ρωμαίων[26]. Αργότερα αυτό θα γίνει και στη Δύση αλλά και στις περιοχές της Ελλάδας και της Μ. Ασίας όταν κατακτήθηκαν από τους Τούρκους.

Η θρησκεία καθόρισε επίσης τη σχέση της Αυτοκρατορίας με τους Άραβες και τους Τούρκους. Ο Χριστιανισμός επέδρασε στην διαμόρφωση του Ισλάμ και στο Κοράνιο υπάρχει ειδικό κεφάλαιο για τους Ρωμαίους[27] («Βυζαντινούς»), τους οποίους ο Μωάμεθ θαύμαζε, σε αντίθεση με τους Πέρσες. Οι Μουσουλμάνοι έδειξαν γενικά ανοχή στους Χριστιανούς των κατακτημένων περιοχών, αρκεί να πλήρωναν φόρο[28].

2. Με τους Βορείους λαούς
Πρώτοι διδάχθηκαν τον Χριστιανισμό οι Γότθοι. Τότε όμως οι Αυτοκράτορες ευνοούσαν τον Αρειανισμό, γι’  αυτό οι Γότθοι και οι άλλοι Γερμανικοί λαοί έγιναν Αρειανιστές.

Η διάδοση του Ορθοδόξου Χριστιανισμού στους Σλάβους από τους Κύριλλο και Μεθόδιο, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες επιτυχίες της Αυτοκρατορίας. Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος είναι πολύ μεγάλες καθώς ολόκληρη - σχεδόν - η Ανατολική Ευρώπη και όπου αργότερα επεκτάθηκε η Ρωσική επικράτεια, μέχρι την Άπω Ανατολή και την Αλάσκα διαδόθηκε η Ορθοδοξία. Η επίδραση ήταν τέτοια ώστε οι Ρώσοι να πιστέψουν ότι μετά την πτώση της Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως στους Τούρκους, η Μόσχα πλέον παρέλαβε την σκυτάλη της Αυτοκρατορίας ως Τρίτη Ρώμη. Υιοθέτησαν την τελετή στέψεως του Αυτοκράτορα για τους ηγεμόνες τους, τους Τσάρους (Καίσαρες).



3. Με τους δυτικούς λαούς
Η θρησκεία υπήρξε πολύ ισχυρός παράγοντας στη σχέση της Αυτοκρατορίας με τους Δυτικούς Λαούς.  Κατάλοιπα αυτής της επιδράσεως υπάρχουν μέχρι σήμερα στις συνειδήσεις των Δυτικών λαών και των Ελλήνων που συχνά στις αντιλήψεις αμφοτέρων πολλές φορές υπάρχουν απόψεις οι οποίες εκφράζονται με στερεότυπα.

Όταν διάφορα Γερμανικά φύλα κατέλαβαν το Δυτικό τμήμα της Ρωμανίας, οι Ρωμαίοι της Ανατολής (οι «Βυζαντινοί») αισθάνθηκαν ότι έπρεπε να αγωνιστούν για την απελευθέρωση των υποδούλων συμπατριωτών τους. Πράγμα που έγινε εν μέρει πραγματικότητα από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄. Ο Αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη θεωρούσε τον εαυτό του ηγέτη και των υποδούλων Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι στην Δύση, η μεγάλη μάζα των πληθυσμών της Ιταλίας, Γαλατίας, Ιβηρικής χερσονήσου, και Βορείου Αφρικής  θεωρούσαν τον Αυτοκράτορα της Νέας Ρώμης τον φυσικό τους Ηγέτη και επί αιώνες ανέμεναν την βοήθειά του. Το παράδοξο είναι ότι ακόμη και οι βαρβαρικοί λαοί (Γότθοι, Βάνδαλοι, Λογγοβάρδοι) που κρατούσαν υποδούλους τους Δυτικούς Ρωμαίους[29] είχαν συνείδηση αυτής της καταστάσεως. Οι Ρωμαίοι δεν ερχόντουσαν σε επιμιξία με τους Γερμανικούς λαούς, χρησιμοποιούσαν το Ρωμαϊκό αστικό δίκαιο με την ανοχή των κατακτητών και υπήρχε αμοιβαία αντιπάθεια μεταξύ τους.  Χαρακτηριστική είναι η στιχομυθία του Λογγοβάρδου Λιουτπράνδου, Επισκόπου Κρεμώνος, με τον Αυτοκράτορα Νικηφόρο: όταν ο Αυτοκράτορας σε κάποιο σημείο του είπε «εσείς δεν είστε Ρωμαίοι αλλά Λογγοβάρδοι που καταλάβατε την Ρώμη» ο Λιουτπράνδος απήντησε «Εμείς...οι Λομβαρδοί, Σάξωνες, Φράγκοι, Λοθαριγκιανοί, Βαγοαρινοί, Σουένοι, Βουργουνδοί, έχουμε τέτοια περιφρόνηση (για τους Ρωμαίους), ώστε, όταν οργιζόμαστε με τους εχθρούς μας, δεν εκστομίζουμε άλλη ύβρη, παρά "Ρωμαίε" (nisi Romane), μόνον αυτό δηλαδή το όνομα των Ρωμαίων (hoc solo, id est Romanorum nomine), που σημαίνει: ο,τιδήποτε αγενές, φιλάργυρο, ακόλαστο, απατηλό και, στ' αλήθεια, ο,τιδήποτε κακό»[30]. Το γεγονός ότι όλα αυτά τα Γερμανικά φύλα ανήκαν στην αίρεση του αρειανισμού και είχαν την δική τους ξεχωριστή Ιεραρχία, βοήθησε ώστε η Ιεραρχία των Ορθοδόξων Ρωμαίων να μείνει ανέπαφη και να αναλάβει την εθναρχία των υποδούλων Δυτικών Ρωμαίων[31]. Τότε θεσμοθετήθηκε από τους Πάπες η εκλογή του Πάπα να γίνεται από το κολέγιο των Καρδιναλίων, δηλαδή των Εφημερίων των ενοριών της Ρώμης[32], που φρόντιζαν πάντα να είναι Ρωμαίοι και όχι Γερμανοί. Αυτό διατηρήθηκε μέχρι το 1009 μ.Χ..

Η εμφάνιση στο προσκήνιο των Φράγκων (οι οποίοι νίκησαν βαθμιαία και αφομοίωσαν τα άλλα Γερμανικά φύλα), άλλαξε δραματικά τα πράγματα. Οι Φράγκοι, θεωρητικώς, ασπάσθηκαν την Ορθοδοξία και όχι τον Αρειανισμό. Αυτό τους εξυπηρέτησε στο να εισχωρήσουν στην Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Ιεραρχία των υποδούλων πληθυσμών, να προωθούν, κατά πάγια τακτική, τα δευτερότοκα τέκνα των Φεουδαρχών στις τάξεις του ανωτέρου κλήρου[33]. Έτσι ενσωματώθηκε  η εκκλησιαστική Ιεραρχία στον φεουδαρχικό τους μηχανισμό[34]. Η εθναρχία στην Δύση είχε καταργηθεί. Αποφάσισαν να γίνουν αυτοί Ρωμαίοι στη θέση των Ρωμαίων, πράγμα αδιανόητο σε παλαιότερες εποχές. Ίδρυσαν την «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους», που κατά μία λίαν εύστοχη διαπίστωση, ούτε αγία ήταν ούτε ρωμαϊκή, ούτε αυτοκρατορία[35]. Θέλησαν να οικειοποιηθούν την Ρωμαϊκή Κληρονομιά. Οι «Βυζαντινοί» έπαψαν να ονομάζονται Ρωμαίοι από τους Φράγκους, αλλά Γραικοί. Όμως έπρεπε να εξαλειφθεί κάθε επιρροή του «Βυζαντινού» Αυτοκράτορα προς τους Ρωμαϊκής συνειδήσεως πληθυσμούς της Δύσεως. Έτσι άρχισαν να καλλιεργούν την δογματική απόκλιση της Εκκλησίας της Δύσεως από την Ανατολική.  Μία αποτυχημένη απόπειρα έγινε με την υιοθέτηση εικονομαχικών απόψεων  από την Σύνοδο της Φραγκφούρτης[36]. Ο Ορθόδοξος Ρωμαίος Πάπας όμως τότε δεν συναίνεσε. Στη συνέχεια καλλιεργήθηκε από τους Φράγκους η προσθήκη στο σύμβολο της Πίστεως του filoque, και άρχισε να διαδίδεται στη Δύση. Και σ’ αυτό οι Ρωμαίοι Πάπες αντιστέκονταν μέχρι το 1009. Τότε έχουμε για πρώτη φορά εκλογή Γερμανού Πάπα και έκτοτε υιοθετήθηκε επίσημα από την Ρώμη η δογματική αυτή απόκλιση[37]. Το ίδιο έτος, το όνομα του Πάπα διαγράφηκε από τα δίπτυχα. Το 1054, επήλθε και το αμοιβαίο ανάθεμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Το όνομα Γραικός φορτίσθηκε αρνητικά με τις έννοιες του σχισματικού, του πονηρού του υποκριτή κ.λπ.[38]. Η Ελληνική γλώσσα (στοιχείο ανωτέρας μορφώσεως του κάθε καλλιεργημένου Ρωμαίου  σε παλαιότερες εποχές) έπαυσε να καλλιεργείται στην Δύση[39]. Οι πληθυσμοί της Δύσεως αποκόπηκαν βαθμιαία από την επιρροή των «Βυζαντινών»[40] και εκφραγκεύθηκαν. Η δογματική απόκλιση χρησιμοποιήθηκε ως όχημα για τις αλλαγές αυτές.

Στη συνέχεια με την Δ΄ Σταυροφορία, η Φραγκική Δύση κατόρθωσε να δώσει καίριο πλήγμα στον νόμιμο φορέα της Ρωμαϊκής Κληρονομιάς, που όμως αν και θανάσιμα τραυματισμένος έπεσε ηρωικά δυόμισι αιώνες αργότερα.  Η πτώση της «Βυζαντινής» Αυτοκρατορίας στους Τούρκους ερμηνεύθηκε από τους Δυτικο-ευρωπαίους ως ένα δείγμα της «θείας τιμωρίας» των Γραικών για την «αίρεσή» τους.



ΣΥΝΟΨΗ
Η επίδραση της θρησκείας ήταν καταλυτική στην διαμόρφωση και διατήρηση της «Βυζαντινής» Αυτοκρατορίας. Ο Χριστιανισμός επέδρασε στην διαμόρφωση της Αυτοκρατορικής ιδέας, μετασχημάτισε επί το φιλανθρωπότερον την ρωμαϊκή νομοθεσία και άφησε το ανεξίτηλο χρώμα του στην τέχνη και την λογοτεχνία της περιόδου που εξετάζουμε.

Ακόμη σημαντικότερη ήταν η επίδραση της θρησκείας στις σχέσεις του «Βυζαντίου» με τους άλλους λαούς. Τα αποτελέσματα αυτής της επιδράσεως τα ανακαλύπτουμε ακόμη και σήμερα.

Η «Βυζαντινή» Αυτοκρατορία χρησιμοποίησε συστηματικά την διάδοση της Ορθοδοξίας ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής. Μ’ αυτόν τον τρόπο καθιστούσε βαρβαρικά φύλα, συμμάχους του «Βυζαντίου». Από την άλλη πλευρά, η δογματική απόκλιση υπήρξε αιτία και διοικητικής διαιρέσεως. Κάτι τέτοιο συνέβη με τους Μονοφυσιτικούς πληθυσμούς που η δογματική τους απόκλιση ευνόησε την εύκολη αποκοπή τους από τον κορμό της Αυτοκρατορίας.

Πολλές όμως φορές συνέβη το αντίστροφο. Δυνάμεις που επιθυμούσαν την διοικητική διαίρεση, επινόησαν ή ευνόησαν δογματικές αποκλίσεις. Αυτό έκαναν οι Φράγκοι στην Δύση, αφού με την θεωρητική αποδοχή από αυτούς της Ορθοδοξίας εισχώρησαν στην Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Ιεραρχία της Δύσεως, στη συνέχεια επεδίωξαν την δογματική απόκλιση της Δύσεως από την Ανατολική Εκκλησία για να αποσπάσουν τους υποδούλους πληθυσμούς από την σφαίρα επιρροής του Αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως και την οικειοποίηση της Ρωμαϊκής κληρονομιάς. Στη συνέχεια φρόντισαν να εξοντώσουν και τον νόμιμο κληρονόμο, πράγμα που πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό με την Δ΄ Σταυροφορία.

 Παρ’ όλα ταύτα, η «Βυζαντινή» Αυτοκρατορία διήρκεσε πάνω από χίλια χρόνια. Ο εμβολιασμός του Χριστιανισμού στον φορέα του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, της χάρισε ξεχωριστή μακροβιότητα. Το «πείραμα» του Μεγάλου Κωνσταντίνου, απεδείχθη ίσως παρακινδυ­νευ­μέ­νο, αλλά απόλυτα επιτυχημένο.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


1.      Πέννα Β., «Βυζαντινοί Θεσμοί», στο  Χ. Γάσπαρης, Ν. Νικολούδης, Β. Πέννα, Ελληνική Ιστορία, Τόμ. Β΄ Βυζάντιο και Ελληνισμός, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 21-70.

2.      Πέννα Β., «Η Βυζαντινά Κοινωνία», στο  Χ. Γάσπαρης, Ν. Νικολούδης, Β. Πέννα, Ελληνική Ιστορία, Τόμ. Β΄ Βυζάντιο και Ελληνισμός, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 71-94

3.      Νικολούδης Ν., «Το Βυζάντιο και οι Γείτονές του», στο  Χ. Γάσπαρης, Ν. Νικολούδης, Β. Πέννα, Ελληνική Ιστορία, Τόμ. Β΄ Βυζάντιο και Ελληνισμός, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 21-71

4.      Αλμπάνη Τζ., «Εισαγωγή στην Βυζαντινή τέχνη», στο Αλμπάνη Τζ. ΤΕΧΝΕΣ Ι, τομ. Β΄ Βυζαντινή και μεταβυζαντινή Τέχνη, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

5.      Γιαννόπουλος Ι. κεφ. 6-11 (περί Βυζαντίου), στο Γιαννόπουλος Ι. Κατσιαμπούρα Γ. Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμ. Β΄, Σημαντικοί σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 249-418.

6.      Ρωμανίδου Ι., Φράγκοι, Ρωμαίοι, Φεουδαλισμός και Δόγμα, Αλληλεπίδραση Θεολογίας και Κοινωνίας: http://www.romanity.org/htm/ rom.e.04. fragkoi_romaioi_feoudalismos_kai_dogma.01.htm#35.

7.      Ρωμανίδου Ι., Ρωμηοσύνη Ρωμανία Ρούμελη, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1975. Και στην Ιστοσελίδα http://www.romanity.org/htm/rom.el.01. romiosini_ romania_roumeli.01.htm#s1.

8.      Runciman St., Η Βυζαντινή Θεοκρατία, μτφρ. Ι. Ροηλίδης, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2005.

9.      Ουνταλτσόβα Ζ., Λιτάβριν Γ.,  Μεντβέντιεφ Ι, Βυζαντινή Διπλωματία, μτφρ. Π. Ματέρη -  Δ. Πατέλη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995.

10.  Manco C., Βυζάντιο, Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Δ. Τσουγκαράκης, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002.

11.  Σαββίδη Α., Το Οικουμενικό Βυζαντινό Κράτος και η Εμφάνιση του Ισλάμ, 518-717 μ.Χ., εκδ. Εστία, Αθήνα 1990.




[1] Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών. Οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως.

[2] Runciman St., Η Βυζαντινή Θεοκρατία, μτφρ. Ι. Ροηλίδης, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2005, σελ. 11.

[3] Πέννα Β., «Βυζαντινοί Θεσμοί», στο  Χ. Γάσπαρης, Ν. Νικολούδης, Β. Πέννα, Ελληνική Ιστορία, Τόμ. Β΄ Βυζάντιο και Ελληνισμός, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 26

[4] Από τον Ευσέβειο Καισαρείας, βλ. Runciman St., ό.π. σελ.29-30

[5] Πέννα Β., ό.π., σελ. 29- 30

[6] Στο ίδιο, σελ. 62

[7] Στο ίδιο, σελ. 31.

[8] Στο ίδιο, σελ. 37.

[9] Στο ίδιο, σελ. 30.

[10] Runciman St., ό.π. σελ. 158.

[11] Πέννα Β., ό.π., σελ . 53 

[12] Runciman St., ό.π. σελ. 158.

[13] Πέννα Β., ό.π., σελ. 54.

[14] Πρβλ. Στο ίδιο σελ. 54.

[15] Γιαννόπουλος Ι. κεφ. 6-11 (περί Βυζαντίου), στο Γιαννόπουλος Ι. Κατσιαμπούρα Γ. Κουκουζέλη Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμ. Β΄, Σημαντικοί σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 337.

[16] Στο ίδιο, σελ. 341.

[17] Runciman St., ό.π., σελ. 113.

[18] Runciman St., ό.π., σελ. 124.

[19] Γιαννόπουλος Ι., ό.π., σελ. 262.

[20] Βλ. σελ. 7 της παρούσης.

[21] Manco C., Βυζάντιο, Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Δ. Τσουγκαράκης, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002 σελ. 114.

[22] Αλμπάνη Τζ., «Εισαγωγή στην Βυζαντινή τέχνη», στο Αλμπάνη Τζ. ΤΕΧΝΕΣ Ι, τομ. Β΄ Βυζαντινή και μεταβυζαντινή Τέχνη, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 19.

[23] Στο ίδιο, σελ. 22

[24] Manco C., ό.π., σελ. 275.

[25] Ουνταλτσόβα Ζ.,«Η Διπλωματία από τον 7ο έως τον 13ο αιώνα», στο Ουνταλτσόβα Ζ., Λιτάβριν Γ.,  Μεντβέντιεφ Ι, Βυζαντινή Διπλωματία, μτφρ. Π. Ματέρη -  Δ. Πατέλη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995, σελ.59.

[26] Γιαυτό και μέχρι σήμερα αυτά τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία προσδιορίζονται από τους Άραβες και Τούρκους ως «Ρουμ-Ορτοντόξ». Βλ. Ρωμανίδου Ι., Ρωμηοσύνη Ρωμανία Ρούμελη, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1975, παρ. 021.

[27] Το κεφ. «Αλ Ρουμ». Βλ. Σαββίδη Α., Το Οικουμενικό Βυζαντινό Κράτος και η Εμφάνιση του Ισλάμ, 518-717 μ.Χ., εκδ. Εστία, Αθήνα 1990, σελ. 176-177.

[28] Στο ίδιο.

[29] Δηλαδή των Κελτών, Ιβήρων, Βερβέρων κ.ά. πού είχαν εκλατινισθεί γλωσσικά και είχαν την αυτοσυνειδησία ότι ήταν Ρωμαίοι και όχι «βάρβαροι».

[30] Ρωμανίδου Ι. «Φράγκοι Ρωμαίοι Φεουδαλισμός και Δόγμα, Αλληλεπίδραση Θεολογίας και Κοινωνίας»: http://www.romanity.org/htm/ rom.e.04.fragkoi_ romaioi_feoudalismos_kai_dogma. 01. htm#35

[31] Όπως συνέβη και στις περιοχές Συρίας , Παλαιστίνης και Αιγύπτου που η Ορθόδοξη Ιεραρχία ανέλαβε την εθναρχική εκπροσώπηση των Ορθοδόξων πληθυσμών (Ρωμαίων) στις μουσουλμανικές αρχές. Βλ. Ρωμανίδου Ι., Ρωμηοσύνη Ρωμανία Ρούμελη, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1975, παρ. 125.

[32] Κάτι ανάλογο με την αγιοταφική αδελφότητα. Βέβαια τώρα ο θεσμός των Καρδιναλίων έχει εξελιχθεί σε κάτι τελείως διαφορετικό. Βλ. Ρωμανίδου Ι., ό.π., παρ. 148-149.

[33] Συχνά αυτά τα δευτερότοκα τέκνα των ηγεμόνων δεν είχαν καμία κλίση προς τα εκκλησιαστικά και συνέχιζαν να ζουν ως ηγεμόνες ενασχολούμενοι με το κυνήγι, την πολιτική ακόμη και τον πόλεμο, ενώ η εκκλησιαστική περιουσία της Μονής ή της Επισκοπής που είχαν ήταν το φέουδό τους.

[34] Ρωμανίδου Ι., ό.π., παρ. 126.

[35] Runciman St., ό.π. σελ. 12.

[36] Στο ίδιο, παρ131-132.

[37] Μέχρι τότε οι διαφορές του Πάπα με τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως ήταν για διοικητικά θέματα. Βλ. Ρωμανίδου Ι., ό.π., παρ. 067-071.

[38] Ενώ το όνομα Φράγκος είναι τόσο θετικά φορτισμένο στο Δυτικό λεξιλόγιο ώστε είναι συνώνυμο του ελεύθερου και του ειλικρινούς ανθρώπου. Το αντίθετο συμβαίνει σε εμάς που η λέξη Φράγκος θεωρείται μέχρι σήμερα προσβλητική, και δεν θελήσαμε να ονομάσουμε έτσι τους Γάλλους, παρά το ότι οι ίδιοι πλέον αισθάνονται υπερήφανοι για το όνομα αυτό!

[39] Χαρακτηριστική η έκφραση «graeca sunt, non leguntur» και ή αντίστοιχη σύγχρονη Αγγλική «It’ s all Greek to me», που αντιστοιχούν στην δική μας «αυτά είναι Κινέζικα, δεν τα καταλαβαίνω».

[40] Αυτό δεν έγινε χωρίς αντιδράσεις, όπως φανερώνουν τα γεγονότα του «Σικελικού Εσπερινού». Οι Νορμανδοί, αν και Σκανδιναυοί στην Καταγωγή, εκφραγκεύθηκαν στην Βόρεια Γαλατία και έγιναν φορείς  του πνεύματος που αναφέρουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου